Σε μία περίοδο που το καλλιτεχνικό δυναμικό της Θεσσαλονίκης συνήθως ανοίγει τα φτερά του για άλλες πολιτείες, υπάρχουν και κάποιοι άνθρωποι που ασχολούνται ενεργά με τον πολιτισμό και αποτελούν κατά κάποιο τρόπο «σταθερές» για την πόλη, ακόμη και αν οι προβολείς δεν στρέφονται πάρα πολύ πάνω τους.
Σε αυτή την κατηγορία ανήκει και ο Θύμιος Ατζακάς, μουσικός και δάσκαλος γιόγκα, καθηγητής στο Τμήμα Μουσικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και ιδρυτικό Μέλος του φεστιβάλ «Μουσικό Χωριό» και του φόρουμ «Το Αβγό».
Σε μια κουβέντα με τον Θύμιο Ατζακά το κυρίως θέμα μπορεί μεν να είναι η μουσική, ωστόσο δεν είναι δύσκολο να ξεφύγει και προς διαφορετικά μονοπάτια, μιας και το πνεύμα του είναι ιδιαίτερα ανήσυχο και ενδιαφέρεται για πολλά πράγματα. Δεν είναι μόνο ότι καλύπτεται από το κομμάτι του μουσικού, που το τρέφει μέσω μιας fusion προσέγγισης, αλλά προσπαθεί να εμβαθύνει στην φύση του ήχου και στο πώς ο άνθρωπος αλληλεπιδρά και επηρεάζεται από τους ήχους. Δεν μένει στην επιφάνεια της τέχνης του δηλαδή, αλλά προσπαθεί να φιλοσοφήσει αυτό που του συμβαίνει και παράλληλα να το μεταφέρει στους συνοδοιπόρους του, κάνοντάς τους να το κατανοήσουν.
Ξεκίνησε να παίζει κιθάρα στην ηλικία των επτά, παίρνοντας ώθηση από τους γονείς του και από τότε δεν σταμάτησε να ασχολείται με τη μουσική. Τα πράγματα από εκεί και πέρα όπως λέει και ο ίδιος ήρθαν σαν ντόμινο. Όταν τελείωσε το σχολείο είχε ήδη ξεκαθαρίσει μέσα του τι ήθελε να κάνει. Αφού τελείωσε το ωδείο, πήγε στη Γερμανία, όπου αρχικά ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στην κλασική κιθάρα και στη συνέχεια απασχολήθηκε ως επαγγελματίας μουσικός. Εκεί ωστόσο ήρθε σε επαφή με μουσικούς και τη μουσική κουλτούρα της Ανατολής, γεγονός που ξεκίνησε την αναζήτησή του και σε αυτά τα μουσικά μονοπάτια. Παράλληλα, η γνωριμία και συναναστροφή του αρχικά με τον Ziad Rajab και αργότερα με τον Ross Daly, αποτέλεσε ακόμη ένα κίνητρο για τη στροφή του στο ούτι και την μελέτη αυτής της μουσικής.
«Στα μέσα της δεκαετίας του ‘90, στην Ελλάδα υπήρχε ένα mini mainstream, ένα ρεύμα αστικού ακροατηρίου και μουσικών με το βλέμμα στραμμένο στην ανατολίτικη μουσική. Αυτό συνέβαινε κυρίως ως μέσο επαναπροσδιορισμού και επαναξιολόγησης των δικών μας παραδόσεων που είχαν είτε εκλείψει είτε κακοποιηθεί από ακαδημαϊκούς και αναμορφωτές κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Έσκαγαν σαν τα μανιτάρια Ινδικά, Πέρσικα, Αράβικα, Οθωμανική Μουσική και μαζί μ’ αυτά δημοτικά, λαϊκά, ζουρνάδες, γκάιντες κ.τ.λ.. Μαζί, ταμπελίτσες πολλές, παραδοσιακά κτλ, αφού εκείνη την εποχή ‘’έσκαγαν’’ τόσα πολλά μαζί που υπήρχε ανάγκη διάκρισης. Ήταν συναρπαστική εκείνη η περίοδος για μένα και για πολύ κόσμο από τη γενιά μου. Είχαμε ενθουσιασμό για το ότι ανακαλύπτουμε κάτι ξένο και νέο, όπως για παράδειγμα σαν να ανακαλύπτεις την avant garde ή την τζαζ. Όλο αυτό το υλικό ήταν κάπως σαν να έχει χτυπήσει μια χορδή αυτοπροσδιορισμού».
Ωστόσο, παρά το ενδιαφέρον του για όλα τα είδη μουσικής και την κλασική του παιδεία, ο Θύμιος στράφηκε στις ανατολικές κουλτούρες όπου, όπως λέει, υπάρχει και ένα βάθος αυτογνωσιακό. Όλα αυτά του ασκούν μια ιδιαίτερη έλξη και πλέον είναι αυτές οι δύο προσεγγίσεις, δηλαδή του μουσικού fusion και των πρακτικών αυτογνωσίας, πάνω στις οποίες προσπαθεί να ισορροπήσει.
Το 2004 επιστρέφει στην Ελλάδα από το Βερολίνο. Από την κοσμογονία ερεθισμάτων αναφορικά με τη μουσική, ήρθε μπροστά με μία κάποιου είδους «στενότητα» και πιο παγιωμένες αντιλήψεις για τη μουσική και τη ζωή. Το κίνητρο για περαιτέρω διερεύνηση σε αυτό το νέο περιβάλλον οδήγησε τον Θύμιο και τα υπόλοιπα δύο ιδρυτικά μέλη, Κώστα Μακρυγιαννάκη και Γιώργο Λαζαρίδη, στη δημιουργία του «Μουσικού Χωριού».
«Νομίζω πως χωρίς το Μουσικό Χωριό δεν θα τα βγάζαμε πέρα. Δεν ήταν απλά για να λέμε ότι κάναμε κάτι. Ήταν περισσότερο ένα εργαλείο ώστε εμείς οι ίδιοι σαν μουσικοί να εξερευνούμε και να διευρύνουμε τον ορίζοντά μας μέσα από τους ανθρώπους που καλούσαμε και από το εξωτερικό και από την Ελλάδα. Ουσιαστικά ανατροφοδοτούμασταν με ιδέες και ταυτόχρονα υπήρχαν και συνεργασίες με άτομα που έτσι κι αλλιώς θέλαμε να συνεργαστούμε».
Η διδακτική και επαγγελματική του πορεία στο Τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας ξεκίνησε από το 2005 και διαρκεί μέχρι και σήμερα. Μέσα από τη διάδραση με τους μαθητές του και τους υπόλοιπους καθηγητές της σχολής, προσπαθεί να συμβάλλει σε μία διαφορετική προσέγγιση της μουσικής παράδοσης, δίνοντας ιδιαίτερη βάση στην αλληλεπίδραση με άλλες κουλτούρες, στη φαντασία και τον αυτοσχεδιασμό, πάντοτε με τις βάσεις της τροπικότητας (modal music).
Η ενασχόλησή του με τη yoga τα τελευταία 15 χρόνια και η έρευνά του πάνω στη μουσική με τις ομάδες στις οποίες δραστηριοποιείται, είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργήσει μια γέφυρα μεταξύ των δύο. «Δουλεύοντας με ανθρώπους πάνω στη yoga εμβαθύνουμε σε ζητήματα που αφορούν στην αντίληψη του ήχου. Από την άλλη, όταν δουλεύω πάνω στην αντίληψη του ήχου, αντλώ από τις μηχανικές της yoga πάνω στο μυοσκελετικό και τον έλεγχο της λεπτοφυούς ενέργειας στο σώμα».
Μουσικές επιρροές και προσωπικό γούστο στο ούτι
«Ο πρώτος ουτίστας που θαύμασα πάρα πολύ και χάρη σε αυτόν αγάπησα και άρχισα να μελετάω πιο πολύ και να ψάχνομαι με τις μουσικές παραδόσεις της Β. Αφρικής αντί για τις πιο ασιατικές, ήταν ο Hamza el Din. Είναι Σουδανός, ωστόσο διαμορφώθηκε μουσικά στην Αίγυπτο. Παίζει αιγυπτιακό μακάμ παντρεύοντας το με native ήχο του Σουδάν, που είναι μαύρος ήχος και το κράμα που βγήκε από αυτό είναι κάτι μοναδικό, δηλαδή κανένας άλλος ουτίστας δεν έχει πετύχει μια τέτοια σχέση. Αυτός ήταν για μένα η μεγαλύτερη έμπνευση για να ακούσω και να παίξω ούτι.
Σε επίπεδο λεπτότητας, ανεπιτήδευτης σοβαρότητας και εκφραστικής όσο και τεχνικής πληρότητας εκτιμώ τον Ara Dinkjian. Τον ακούω από μικρός και ακόμα και σήμερα τον ακούω ευχάριστα. Επίσης μου αρέσει πάρα πολύ και ο Riad Al Sunbati, ο οποίος είναι ένας κορυφαίος Αιγύπτιος ουτίστας των μέσων προς τέλος του περασμένου αιώνα.
Στον σημερινό ήχο, η αγαπημένοι μου ουτίστες είναι η Camilya Jubran, παλαιστίνια ουτίστρια, συνθέτρια και αυτοσχεδιάστρια που, κατά τη γνώμη μου είναι η μόνη που έχει καταφέρει να συγκεράσει την αρχαία δύναμη του οργάνου με τον ηλεκτρονικό ήχο, καθώς και η ιρανή Yasamin Shahhosseini με την οποία πρόσφατα είχα τη χαρά να συνεργαστώ.
Επίσης μου αρέσουν πάρα πολλά παιδιά, νέοι και γέροι που σήμερα παίζουν ούτι. Μου αρέσει πάρα πολύ να ακούω τους Έλληνες μουσικούς γιατί είναι πάρα πολύ καλοί. Πραγματικά το ούτι έχει αναπτυχθεί πάρα πολύ και με ένα τρόπο κατά τη γνώμη μου διαφορετικό απ’ ότι αναπτύσσεται στις ανατολικές κουλτούρες.
Είμαστε εκ φύσεως fusion, δηλαδή μας αρέσει να διασταυρώνουμε ήχους και παραδόσεις, οπότε αυτό το πράγμα αντανακλά πάρα πολύ στον τρόπο που διαμορφώθηκε ο ήχος του οργάνου όπως παίζεται στην Ελλάδα. Στη χώρα μας οι ουτίστες μελετούν πολύ, τους ενδιαφέρει να γνωρίσουν από κοντά το παίξιμο από σπουδαίους εκπροσώπους. Ταυτόχρονα όμως δεν τραβάνε κόλλημα να παίξουν ένα στυλ και ακόμη και όταν το κάνουν, ακούγεται πολύ διαφορετικό, στο τελικό αποτέλεσμα υπάρχει μια διαφορετική υφή που μπορεί να έχει ετερόκλητα στοιχεία από άλλες μουσικές».
« Ο ελεύθερος αυτοσχεδιασμός είναι σαν τη Formula 1»
«Αυτό που ονομάζουμε ελεύθερο αυτοσχεδιασμό στη μουσική ως πρακτική φαντάσου ότι είναι κάτι σαν τη ‘’Formula 1’’. Υπάρχει ένα εργαστήριο στο οποίο δοκιμάζονται όλα τα πιθανά εξαρτήματα και οι συνδυασμοί τους με στόχο να χτίσεις ένα πολύ γρήγορο αυτοκίνητο. Πρέπει η τεχνολογία της καύσης της μηχανής να ανέβει, πρέπει τα ελαστικά να είναι ειδικά, πρέπει να τελειοποιήσεις την αεροδυναμική του αυτοκινήτου… Οπότε δοκιμάζεις extreme μορφές με όλα τα υλικά και τα μέσα που διαθέτεις.
Το ίδιο συμβαίνει ας πούμε σε ομάδες, όπως αυτή στην οποία δουλεύω με τους φοιτητές μου, όπου καλλιεργούν επίγνωση πάνω στην αυθόρμητη σύνθεση, δηλαδή στην ελεύθερη ροή σκέψεων και προθέσεων που μεταβάλλονται real time σε ήχο. Φαντάσου το σαν ένα εργαστήριο όπου η μουσική αντί να κατευθύνει την πρόθεση και τη βούληση τους στα κεκτημένα, δηλαδή στις δεξιότητες που ήδη κατέχουν, στην ανάγνωση, στα ερμηνευτικά και τα στυλιστικά στεγανά που χαρακτηρίζουν τον ρεπερτόριο που όλοι τους τη ζωή ούτως ή άλλως παίζουν, αντιστρέφεται ο ρόλος του παιχνιδιού.
Η ενέργεια στρέφεται προς τα μέσα, ώστε να προσπεράσεις όλους τους αυτοματισμούς που έχουν δημιουργηθεί μέσα από χρόνια επανάληψη των ίδιων μοτίβων έκφρασης, δηλαδή της ψυχοσωματικής διαχείρισης του οργάνου, μυοσκελετικό, αναπνοή και τα λοιπά. Όλα αυτά αντί να εξωτερικευτούν σε κάτι που είναι γνώριμο, εσωτερικεύονται και σε οδηγούν αυθόρμητα σε περιοχές της προσωπικότητας και του ψυχισμού σου, αλλά και της μουσικής προσωπικότητας, τις οποίες δεν γνωρίζεις».
Μουσικό Χωριό – Ταλάντωση έκφρασης και συμβιωτικής εκπαίδευσης
«Το Μουσικό Χωριό ξεκίνησε από μια ανάγκη μας. Ουσιαστικά αυτούς που θα επιθυμούσαμε να συνεργαστούμε και να κάνουμε κάτι μαζί τους, τους φέρναμε στο χωριό για να το κάνουμε εκεί. Από εκεί ξεκίνησαν να διακλαδώνονται μετά τομείς και εργαστήρια και έγινε πιο στιβαρό, αποκτώντας και εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Στο Μουσικό Χωριό το λέμε συμβιωτικό εργαστήριο, δηλαδή ένα εργαστήριο που προϋποθέτει την καθημερινή συμβίωση της ομάδας μέσα στα πλαίσια της κοινότητας ενός χωριού που είναι σαν σκηνικό θεάτρου μέσα στο δάσος.
Το Μουσικό Χωριό ανοίγει και κλείνει τους δικούς του κύκλους. Τώρα, ας πούμε, βρισκόμαστε στη μετά κορονοϊό ταλάντωση. Φαντάσου δηλαδή έξι-επτά χρόνια πριν τον κορονοϊό σαν μία ταλάντωση που τελικά ήρθε και έκλεισε με την πανδημία και προσγείωσε τα πάντα σε ένα μίνιμαλ επίπεδο. Εκείνη την περίοδο δουλέψαμε με πιο περιορισμένο υλικό, πιο λίγοι άνθρωποι, πιο στοχευμένα. Είχε πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον ο τρόπος που το διαχειριστήκαμε. Μετά το πέρας εκείνης της φάσης, ήταν σαν να είχες τεντώσει μία σφεντόνα και ξαφνικά το βέλος εκσφενδονίστηκε προς τα μπροστά.
Τα τελευταία τρία χρόνια υπάρχει μία τρομερή αύξηση της διάθεσης του κόσμου και ειδικά των μουσικών να συμμετέχουν σε τέτοιες δράσεις, με αποτέλεσμα να πλησιάζουμε αυτή τη στιγμή, και νομίζω αυτό θα συμβεί φέτος, στα κόκκινα όρια της γραμμής που μπορεί η διοργάνωση αυτή να διαχειριστεί, αναφορικά με την ποσότητα των σπουδαστών αλλά και των μουσικόφιλων που έρχονται στο χωριό για βόλτα και για να ακούσουν συναυλίες. Οπότε προσπαθούμε να διευρύνουμε λιγάκι της υποδομές όσο είναι δυνατόν και όσο μας επιτρέπει ο χώρος.
Ταυτόχρονα γυρνάμε το βλέμμα προς την άλλη πλευρά του εκκρεμούς. Δηλαδή κοιτάμε τι έχουμε αποκομίσει ως εμπειρία από αυτό το boost που έχει ξαναγίνει το 2015 και το 2008. Οπότε αυτή είναι μία γνώριμη κατάσταση boost και θέλουμε να δούμε πού θα μας οδηγήσει, μήπως χρειαστεί πάλι να μαζευόμαστε.
Κατά τα άλλα αυτή την ταλάντωση ζούμε όλοι μας, αυτό το εκκρεμές. Κόσμος έρχεται, κόσμος φεύγει. Νέες ιδέες έρχονται, καλλιεργούνται στο Μουσικό Χωριό για κάποια χρόνια, ριζώνουν, βγάζουν τα παρακλάδια τους, ή κάνουν τον κύκλο τους και μετά από δύο ή τρία χρόνια φεύγουν και δίνουν τη θέση τους σε κάτι καινούριο».
Το «Αβγό» – Η «βάση» του Μουσικού Χωριού και «γέφυρα» για ζητήματα που αφορούν τη yoga και τη μουσική
«Το ‘’Αβγό’’ είναι η ουσιαστική έδρα του Μουσικού Χωριού όπου έχουν γίνει πάνω από 400 συναυλίες και εργαστήρια από το 2010 μέχρι το 2022. Στις αρχές του 2023 έπρεπε να μετακομίσουμε και έτσι τώρα στεγαζόμαστε σε ένα πιο μικρό χώρο, που δεν έχει όμως την υποδομή να υποστηρίξει ζωντανή μουσική εκτέλεση γιατί δεν χωράει κοινό. Σε αυτό το χώρο φιλοξενούμε ομάδες που ασκούνται πάνω στην πρακτική της yoga, με διαφορετικούς εισηγητές και σε διαφορετικούς κλάδους της yoga.
Η προσπάθεια που γίνεται είναι να γεφυρωθεί η πρακτική της γιόγκα με ζητήματα που αφορούν άμεσα όλους τους μουσικούς, όπως η διαχείριση της αναπνοής, η επίγνωση των αναπνευστικών διαφραγμάτων η ευλυγισία και η δημιουργία ομαλότητας στο συγχρονισμό σώματος και αναπνοής, που επίσης έχει πάρα πολύ σχέση με το παίξιμο πάνω στο όργανο.