Μουδιασμένη εμφανίζεται η ελληνική κτηματαγορά τους τελευταίους μήνες για μια σειρά από λόγους κάτι που αποτυπώνεται και στα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, αναφορικά με τις άμεσες ξένες επενδύσεις στα ακίνητα.
Έπειτα από μια πενταετία διαρκούς ανόδου των επενδύσεων από ξένους υπηκόους και βάσει των στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος το πρώτο εξάμηνο του 2025, σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα, σημειώνεται θεαματική μείωση, 17,8%, (938,3 εκατ. έναντι 1.142,1 εκατ. ευρώ).
Το συγκεκριμένο στοιχείο εκλαμβάνεται από τα στελέχη της αγοράς ως τάση που μένει να επιβεβαιωθεί το προσεχές διάστημα.
Υπογραμμίζεται σχετικά ότι οι αγορές ακινήτων από ξένους διαδραμάτισαν κομβικό ρόλο στην ανάκαμψη του ελληνικού real estate μετά τα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Αναμένεται λοιπόν με ενδιαφέρον το πώς η μείωσή τους (εφόσον παγιωθεί) θα επηρεάσει συνολικά την κτηματαγορά, όταν, την ίδια στιγμή, ορισμένες κατηγορίες ακινήτων, όπως τα ξενοδοχεία, τα logistics, η παραθεριστική και η πολυτελής κατοικία, συνεχίζουν να καταγράφουν θετικές προοπτικές.
Βάσει των στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος οι άμεσες ξένες επενδύσεις σε ακίνητα το πρώτο εξάμηνο του 2024 σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2023 αυξήθηκαν 3,5%.
Κατά τη διάρκεια της πενταετίας παρατηρούμε ότι το δεύτερο εξάμηνο είναι δυνατότερο και δεν αποκλείεται και φέτος η μείωση 17,8% τους πρώτους έξι μήνες στο σύνολο του έτους να περιοριστεί.
Από το 2020
Να σημειωθεί ότι σε ετήσια βάση το 2021 οι άμεσες ξένες επενδύσεις σε ακίνητα σε σχέση με το 2020 αυξήθηκαν 34,4%, το 2022 έναντι του 2021 παρατηρήθηκε θεαματική άνοδος 67,9%, το 2023 έναντι του 2022 περιορίστηκε στο 7,9% και το 2024 σε σχέση με το 2023 ήταν 28,9%.

Σύμφωνα με τον επίτιμο πρόεδρο του Συλλόγου Κτηματομεσιτών Αττικής, Ιωάννη Ρεβύθη, η κτηματαγορά δεν βοηθήθηκε από τα μέτρα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση, ενώ αρνητικά επιδρούν στην πορεία της η αύξηση του αναγκαίου για την απόκτηση της Χρυσής Βίζας ποσού και οι διαρκώς αυξανόμενοι περιορισμοί στις βραχυπρόθεσμες μισθώσεις.
Ο κ. Ρεβύθης κάνει λόγο για μια μουδιασμένη και επιφυλακτική αγορά, χωρίς ξεκάθαρο ορίζοντα. Παράλληλα όμως, όπως επισημαίνει, δεν έχει μειωθεί η ζήτηση για κατηγορίες ακινήτων όπως είναι τα logistics, τα πράσινα γραφεία, τα ξενοδοχεία 5 αστέρων, τα οποία διατίθενται σε λογικές τιμές.
Ο ίδιος θεωρεί ότι η κτηματαγορά επηρεάζεται από την υπόθεση της κατάργησης των περιβαλλοντικών κινήτρων του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού (ΝΟΚ) όπως και άλλες θεσμικές εκκρεμότητες π.χ. αυτές για την εκτός σχεδίου δόμηση και εν γένει την απουσία χωροταξικού σχεδιασμού, ζητήματα τα οποία δημιουργούν ανασφάλεια στους επενδυτές.
Μεγαλύτερη ζήτηση
Παρόλα αυτά η ζήτηση για την κατηγορία κατοικιών που καλύπτουν τις ανάγκες ενός νοικοκυριού παραμένει μεγαλύτερη από την προσφορά δίνοντας συνέχεια στην αύξηση των τιμών (το β΄ τρίμηνο του 2025, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των τιμών των διαμερισμάτων για το σύνολο της χώρας διαμορφώθηκε στο 7,3% – βάσει των στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος).
Η αύξηση των τιμών τροφοδοτείται και από την αύξηση του κόστους των κατασκευών επηρεάζοντας τόσο τα νεόδμητα όσο και τα παλαιότερα ακίνητα.
Στελέχη της αγοράς προσθέτουν στην εξίσωση την αδυναμία ενός μέσου νοικοκυριού να ανταπεξέλθει στο κόστος στέγασης είτε πρόκειται για αγορά είτε για μίσθωση, εκτιμώντας ως πολύ πιθανή ακόμα και μια διόρθωση τιμών από το 2026.
Έκθεση για την ελληνική κτηματαγορά του ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου
«Παρά τη δυναμική της, η αγορά ακινήτων στην Ελλάδα καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα σε προοπτικές ανάπτυξης και προκλήσεις, όπως το κόστος και η διαθεσιμότητα» σημειώνει ο πρόεδρος της επιτροπής Real Estate & Development του ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου, Λευτέρης Σικαλίδης, με αφορμή τα συμπεράσματα σχετικής αναφοράς – έκδοσης του Επιμελητηρίου: «Greece Property Market Outlook: H1 2025 & 6-Month Forecast».
Όπως σημειώνεται ειδικότερα στην αναφορά του ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου «η ελληνική αγορά ακινήτων κινήθηκε θετικά στους τομείς των ξενοδοχείων, της κατοικίας και των εξοχικών δευτερευουσών κατοικιών. Ωστόσο, οι τιμές στις κατοικίες θεωρούνται υπερτιμημένες και οι βιομηχανικοί χώροι κατέγραψαν πτώση αξιών. Κύριοι παράγοντες ανάπτυξης ήταν η ισχυρή ζήτηση από ξένους επενδυτές για κατοικίες, η άνοδος του τουρισμού και η αναμόρφωση των αστικών περιοχών. Παρόλα αυτά, η αβεβαιότητα στην νομοθεσία, η αύξηση του κόστους κατασκευής και οι δυσκολίες στην εύρεση προσιτής κατοικίας εξακολουθούν να δημιουργούν σημαντικές προκλήσεις.
Οι κανονισμοί δόμησης εξακολουθούν να επηρεάζουν τις εγκρίσεις αδειών και τη δραστηριότητα στον κατασκευαστικό κλάδο, εντείνοντας την αβεβαιότητα στην αγορά. Παράλληλα, η προσέλκυση νέων θεσμικών διεθνών επενδυτών και η διευκόλυνση μεγάλων εξαγορών μέσω χαμηλότερου κόστους κεφαλαίου παραμένουν κρίσιμες».
Η ίδια έκδοση καταλήγει ως εξής: «Παρότι η αγορά δείχνει γενικά ανθεκτική, υπάρχουν ήδη πρώιμες ενδείξεις πίεσης σε ορισμένες κατηγορίες ακινήτων. Για τους επόμενους έξι μήνες, αναμένεται θετική πορεία για τα ξενοδοχεία, τις εξοχικές κατοικίες και τα γραφεία, ενώ οι βιομηχανικοί χώροι, τα εμπορικά καταστήματα και τα ακίνητα βραχυχρόνιας μίσθωσης πιθανόν να υστερήσουν».
Το ελληνοαμερικανικό επιμελητήριο καταγράφει αναλυτικά τους παράγοντες που επηρεάζουν την κτηματαγορά κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2025 ως εξής:
Στα θετικά αναφέρει μεταξύ άλλων την ισχυρή πολιτική και οικονομική σταθερότητα που ενισχύει την εμπιστοσύνη της αγοράς, τη μείωση των επιτοκίων και τη βελτιωμένη πρόσβαση σε κεφάλαια, τη σημαντική ρευστότητα στην αγορά, τα συνεχιζόμενα προγράμματα στήριξης, τις μεταρρυθμίσεις και τα επενδυτικά κίνητρα, την προώθηση μεγάλων αναπτυξιακών έργων που ενισχύουν τη μακροπρόθεσμη εμπιστοσύνη καθώς και την συνεχή τουριστική ανάπτυξη που υποστηρίζει τη ζήτηση ακινήτων.
Στις προκλήσεις σημειώνει μεταξύ άλλων τη διεθνή οικονομική και γεωπολιτική αβεβαιότητα, το υψηλό κόστος κατασκευής και τις συνεχιζόμενες πληθωριστικές πιέσεις, την έλλειψη εργατικού δυναμικού, ιδίως σε ειδικευμένους εργάτες κατασκευών, τη νομική αβεβαιότητα γύρω από τις διατάξεις του NOK, τις γραφειοκρατικές ανεπάρκειες και καθυστερήσεις στον σχεδιασμό που υπονομεύουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών, τη μείωση των άμεσων ξένων επενδύσεων λόγω της μη προβλεψιμότητας σε κανονιστικά ζητήματα και τον αυξημένο ανταγωνισμό από εναλλακτικές αγορές με ασφαλέστερα νομικά πλαίσια.
naftemporiki.gr/