Μια γενιά μορφωμένη αλλά επισφαλή, που εργάζεται με χαμηλούς μισθούς σε καθεστώς χαμηλών προσδοκιών και με την προοπτική ενός νέου brain drain να αναδεικνύεται ως πιθανότητα αποτυπώνει έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για τη Generation Z.
Η έρευνα «Νέοι και Εργασία 2025», που διενεργήθηκε από το ΙΝΕ ΓΣΕΕ σε συνεργασία με την εταιρεία ALCO, εστιάζει ειδικότερα στη στάση των νέων έως 29 ετών απέναντι στην εργασία, στην εκπαίδευση και στο μέλλον, αναδεικνύοντας την αδυναμία της ελληνικής αγοράς εργασίας να αξιοποιήσει και να συγκρατήσει το δυναμικό της Generation Z.
Παράταση της εξάρτησης από την οικογένεια, διάχυτο burnout και ψυχική κόπωση, χάσμα ανάμεσα στην εκπαίδευση και στην αγορά εργασίας, χαμηλή ικανοποίηση από τις επαγγελματικές προοπτικές και έντονη διάθεση μετανάστευσης είναι ορισμένα μόνο από τα ευρήματα που σκιαγραφούν με μελανά χρώματα τις συνθήκες που βιώνουν οι νέοι εργαζόμενοι.
Αδυναμία αυτονομίας: Μόλις 2 στους 10 ζουν μόνοι τους – Ο μισθός δεν φτάνει για 7 στους 10
Όπως προκύπτει, η νέα γενιά εργαζομένων βιώνει μια παράταση της εξάρτησης από την οικογένεια που δεν είναι επιλογή αλλά αναγκαιότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις το 20% των νέων εργαζόμενων ζουν μόνοι τους. Βάσει της έρευνας, το 45% των νέων εξακολουθεί να ζει με την οικογένειά του (το ποσοστό αυτό γι αυτούς που εργάζονται με μερική απασχόληση ανεβαίνει στο 65%) και το 30% με φίλο ή σύντροφο. Μόλις το 30% συμβάλλει οικονομικά στο ενοίκιο ή στα έξοδα στέγασης.
Το φαινόμενο συνδέεται με χαμηλούς μισθούς, ακριβή στέγαση και κοινωνικό κράτος που χρειάζεται ενίσχυση. Η οικονομική αυτονομία μετατίθεται χρονικά και μαζί της καθυστερεί η μετάβαση στην ενήλικη ζωή: δημιουργία νοικοκυριού, οικογένειας ή επαγγελματικής ταυτότητας. Όπως σημειώνει το Ινστιτούτο, πρόκειται για μια γενιά που εργάζεται χωρίς να μπορεί να ζήσει ανεξάρτητα, εγκλωβισμένη ανάμεσα στην απασχόληση και στην προσπάθεια αυτονόμησης.
4 στους 10 εργάζονται σε αντικείμενο άσχετο με τις σπουδές τους
Απογοητευτικά είναι και τα ευρήματα στο σκέλος της σύνδεσης της αγοράς με την εκπαίδευση. Το 38% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι η εργασία του δεν σχετίζεται με τις σπουδές ή την κατάρτισή του. Επιπλέον, το 49% δηλώνει ότι η εκπαίδευσή του δεν το προετοίμασε επαρκώς για την αγορά εργασίας.
Πάντως το 86% δηλώνει ισχυρή διάθεση για συνεχιζόμενη μάθηση, ενώ το 65% δηλώνει ότι αισθάνεται μεγάλη επάρκεια σε ό,τι αφορά τις αναγκαίες ψηφιακές δεξιότητες για την εργασία του.
Το χάσμα ανάμεσα στην εκπαίδευση και στην αγορά εργασίας αποτυπώνει όχι μόνο μια θεσμική ασυνέχεια, αλλά και την ανωριμότητα του παραγωγικού συστήματος και των επιχειρήσεων να απορροφήσουν το ανθρώπινο δυναμικό της νέας γενιάς.
Gen Z: Η πιο μορφωμένη αλλά και η λιγότερο ενταγμένη γενιά στην παραγωγή υψηλής προστιθέμενης αξίας
Η ελληνική αγορά εργασίας παραμένει χαμηλής οργανωσιακής και τεχνολογικής πυκνότητας, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αξιοποιήσει τις γνώσεις, τις ψηφιακές δεξιότητες και τη δημιουργικότητα των νέων αποφοίτων.
Η αποσύνδεση της απασχόλησης από τη γνώση οδηγεί στη διπλή παγίδα της υποαπασχόλησης και της απογοήτευσης: η Generation Z είναι η πιο μορφωμένη αλλά και η λιγότερο ενταγμένη γενιά στην παραγωγή υψηλής προστιθέμενης αξίας.
6 στους 10 βιώνουν εξουθένωση στην εργασία τους
«Καμπανάκι» κρούουν και τα ευρήματα που αφορούν την εργασιακή καθημερινότητα και την πίεση που βιώνουν οι νέοι εργαζόμενοι: Είναι ενδεικτικό ότι το 60% δηλώνει ότι βιώνει εξουθένωση στην εργασία του ενώ το 46% αισθάνεται ότι η δουλειά του επιβαρύνει την υγεία ή τον ύπνο του.
Το 62% δηλώνει ότι η εργασία επηρεάζει αρνητικά την προσωπική του ζωήμ ενώ η θετική ισορροπία ζωής–εργασίας καταγράφεται ιδιαίτερα χαμηλά στο 21%.
Η συνολική ικανοποίηση από την εργασία κυμαίνεται στο 35%, ενώ άγχος – στρες δηλώνει ότι αντιμετωπίζει το 53%.
Όπως επισημαίνει το ΙΝΕ ΓΣΕΕ, η Generation Z εισέρχεται σε έναν κόσμο εργασίας που μεταθέτει τη φροντίδα και την ψυχική ανθεκτικότητα στο άτομο. Η πίεση της απόδοσης, τα διευρυμένα ωράρια και η μειωμένη συλλογική προστασία οδηγούν σε διάχυτο burnout και ψυχική κόπωση. Η άποψή τους για έλλειψη προσωπικού χρόνου και η θόλωση των ορίων μεταξύ εργασίας και προσωπική ζωής συνθέτουν ένα νέο είδος εργασιακής αποξένωσης: οι νέοι εργάζονται περισσότερο, αλλά νιώθουν λιγότερο συνδεδεμένοι με αυτό που κάνουν. Η ποιότητα της εργασίας μετατρέπεται έτσι σε κρίσιμο παράγοντα ψυχικής υγείας.
Πάνω από 7 στους 10 δεν βλέπουν επαγγελματικές προοπτικές στη χώρα
Αποθαρρυντικά είναι τα ευρήματα και στο πεδίο των επαγγελματικών προοπτικών. Είναι ενδεικτικό ότι το 72% των νέων εργαζομένων δηλώνει ότι δεν διαβλέπει επαγγελματικές προοπτικές στη χώρα και μόνο το 9% δηλώνει ικανοποιημένο από τις επαγγελματικές του προοπτικές. Μάλιστα το 46% δηλώνει το ενδιαφέρον του να εργαστεί στο εξωτερικό. Το 79% πιστεύει πως η γενιά των γονιών του έζησε καλύτερες εργασιακές και κοινωνικές συνθήκες, ενώ φτο 65% πιστεύει ότι δεν είναι εφικτό να δημιουργήσει οικογένεια με τις παρούσες συνθήκες εργασίας του.
Τα δεδομένα σκιαγραφούν μια γενιά με περιορισμένη εμπιστοσύνη στο παρόν και συγκρατημένη πίστη στο μέλλον. Η χαμηλή ικανοποίηση από τις επαγγελματικές προοπτικές και η έντονη διάθεση μετανάστευσης αποτυπώνουν ένα «συναισθηματικό και επαγγελματικό ρήγμα» ανάμεσα στους νέους και την ελληνική αγορά εργασίας. Παράλληλα, αναδεικνύεται η εξοικείωση προς την τεχνητή νοημοσύνη, δείχνοντας μια γενιά που κατανοεί τις αλλαγές αλλά ανησυχεί ότι δεν θα επωφεληθεί από αυτές. Τέλος, η αδυναμία συγκρότησης οικογένειας υπό τις παρούσες εργασιακές συνθήκες αποκαλύπτει πως η επισφάλεια δεν περιορίζεται στο επαγγελματικό επίπεδο κινδυνεύοντας να μετατρέψει την αβεβαιότητα σε σταθερά ζωής.
Ένα νέο αξιακό παράδειγμα εργασίας
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το εύρημα ότι η ψυχική υγεία προηγείται της οικονομικής ασφάλειας από το 70%, ενώ για το 73% η εργασία οφείλει να έχει νόημα και πέρα από την αμοιβή. Ένα 47% θεωρεί την εργασία πηγή ταυτότητας και αυτοεκτίμησης. Σύμφωνα με την έρευνα, το 44% θα ήταν πρόθυμο να αλλάξει εργασία εφόσον αυτή δεν θα τον εξέφραζε, ακόμη και αν αυτό σήμαινε την απώλεια εισοδήματος. Επιπλέον μόνο το 36% δηλώνει ότι η εργασία του, του επιτρέπει να αναπτύσσει πρωτοβουλίες και να εκφράζει ιδέες, ενώ η δημιουργικότητα στην εργασία αναγνωρίζεται και επιβραβεύεται μόνο σ΄ ένα ποσοστό 24%. Ένα 72% δηλώνει ότι επιθυμεί να εργάζεται σε επιχειρήσεις που σέβονται το περιβάλλον και την κοινωνία. Ωστόσο, 65% δηλώνουν ότι θα αποδέχονταν άτυπη – «μαύρη» εργασία αν δεν υπήρχε άλλη επιλογή.
Τα παραπάνω καταδεικνύουν ότι η Generation Z εισάγει ένα νέο αξιακό παράδειγμα εργασίας. Προτάσσει την αυθεντικότητα, τη δημιουργικότητα και τη συναισθηματική ισορροπία. Η εργασία χάνει τον χαρακτήρα της απλής επιβίωσης και μετατρέπεται σε χώρο αυτοπροσδιορισμού, αλλά υπό όρους που η ελληνική αγορά δεν προσφέρει. Η αποδοχή άτυπης-μαύρης εργασίας, παρά τις αξίες αυτές, δείχνει ωστόσο το βάθος της ανασφάλειας και την ανάγκη επιβίωσης.
Στον πάτο η εμπιστοσύνη στους κρατικούς θεσμούς προστασίας
Την ίδια ώρα, η εμπιστοσύνη στους κρατικούς θεσμούς προστασίας είναι εξαιρετικά χαμηλή με ένα 15% να δηλώνει την εμπιστοσύνη του σε αυτό ενώ το 65% δηλώνει ότι δεν τους εμπιστεύεται. Το 30% δηλώνει ότι υπάρχει ενεργό σωματείο ή συνδικαλιστική εκπροσώπηση στον χώρο εργασίας τους. Το 36% έχει συμμετάσχει σε απεργία ή άλλη συλλογική κινητοποίηση και το 67% δηλώνει ότι θα συμμετείχε σε απεργία αν θεωρούσε δίκαιο το αίτημα, ενώ ένα ίδιο υψηλό ποσοστό θεωρεί ότι η συλλογική δράση μπορεί να βελτιώσει τις συνθήκες εργασίας. Επιπλέον έξι στους 10 δηλώνουν ότι γνωρίζουν τα εργασιακά τους δικαιώματα.
«Τα ευρήματα δείχνουν μια γενιά με χαμηλή εμπιστοσύνη αλλά υψηλή διαθεσιμότητα για δράση. Παρότι η Generation Z εμφανίζεται επιφυλακτική απέναντι στους θεσμούς προστασίας και τη συνδικαλιστική εκπροσώπηση, δεν απορρίπτει τη συλλογική οργάνωση ως αξία. Έχει υψηλή προθυμία συμμετοχής σε συλλογικές δράσεις αρκεί να αισθανθούν ότι τα αιτήματα τους αφορούν και είναι δίκαια» επισημαίνεται στην έρευνα.
«Δεν διεκδικούν απλά μια δουλειά: επιζητούν ένα μέλλον με νόημα»
Καταληκτικά, το ΙΝΕ ΓΣΕΕ τονίζει πως η Generation Z στην Ελλάδα δεν διεκδικεί απλά μια δουλειά: επιζητά ένα μέλλον με νόημα και δικαιοσύνη. Όπως επισημαίνει, «χωρίς αναβάθμιση των μισθών, ενίσχυση της σταθερότητας, ανασυγκρότηση της συλλογικής προστασίας και επένδυση στην ψυχική υγεία και στη μάθηση, καμία πολιτική brain regain δεν μπορεί να πετύχει».

