«Όπως και να μας βλέπουν, δεν είμαστε αυτό που βλέπουν». Κριτική του Παύλου Λεμοντζή για την παράσταση.
Το έργο και η παράσταση
Το «The Doctor» είναι μια εξαιρετικά πλήρης επανεγγραφή του δράματος του 1912, του Αυστριακού δραματουργού Arthur Schnitzel: «Professor Bernhardi», το οποίο μας συγχωράει που δεν είμαστε εξοικειωμένοι με το θέμα του, επειδή δεν υπήρξε καμιά παραγωγή του στην Ελλάδα.
Το παρόν έργο είναι μια επαναλαμβανόμενη συνταγή για οξεία πνευματική διέγερση, είναι ευφυές και πολυπρισματικό, καταπιάνεται με ζητήματα ηθικής, ενεργοποιώντας τα αντανακλαστικά των θεατών απέναντι στα στερεότυπα, προκαλώντας τα όρια των δικών τους προκαταλήψεων.
Το φύλο, η καταγωγή, η κοινωνική τάξη, αλλά και η θρησκεία ή η σεξουαλικότητα, με τους αυτοματισμούς και τις «ταμπέλες» που τα συνοδεύουν, λειτουργούν σαν έναυσμα για ένα επί σκηνής παιχνίδι πολλαπλών ρόλων και ταυτοτήτων που συγκινεί και προβληματίζει.
Το πείραμα σκέψης έχει ως εξής: Αν ο καθένας αντιπροσωπεύει μόνο την ομάδα στην οποία ανήκει αντί της γενικής ανθρωπότητας και αν αυτές οι ομάδες γίνονται όλο και πιο κλειστές, τι ελπίδα μπορεί να υπάρξει για μια κοινή γλώσσα, για ένα κοινό επίτευγμα;
Όταν μία έφηβη μεταφέρεται σε κρίσιμη κατάσταση στο Ινστιτούτο Elizabeth μετά από μια αυτοσχέδια έκτρωση, η Καθηγήτρια Ρουθ Γουλφ (Στεφανία Γουλιώτη) αρνείται την είσοδο ενός ιερέα (Νίκος Χατζόπουλος) στο θάλαμο του κοριτσιού, διότι δεν διαθέτει επαρκείς πληροφορίες για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της ασθενούς. Γύρω από αυτήν την απόφαση, ξεσπά ένα σκάνδαλο που σύντομα λαμβάνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Οι διαστρεβλώσεις κάθε είδους διαδέχονται η μία την άλλη, αναδεικνύοντας την περιπλοκότητα της κατάστασης. Όλοι έχουν γνώμη. Kαι την εκφράζουν με πάθος μέσα σε αυτήν τη δίνη που νομοτελειακά βυθίζει μαζί της όποιον βρεθεί στο επίκεντρό της. Η πορεία προς την αποκαθήλωση φαντάζει μη αναστρέψιμη.
Μέσα από αντιπαραθέσεις και αντιφάσεις η ιστορία ξετυλίγεται σαν ένα καυστικό νοητικό πείραμα, το οποίο αναδεικνύει όχι μόνο τα ηθικά διλήμματα και τα αδιέξοδα της πολιτικής ταυτοτήτων (identitypolitics), αλλά και την ανθρωποφάγα «κουλτούρα της ακύρωσης» (cancelculture), που λογοκρίνει, εξοστρακίζει και αποκαθηλώνει με εργαλείο τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Στη σκηνοθεσία και μετάφραση της Κατερίνας Ευαγγελάτου, όλα τα επιχειρήματα είναι διακριτικά και στοχαστικά. Βλέπουμε το αντισημιτικό μίσος προς τη Ρουθ και την μισογυνική ικανοποίηση, επειδή φέρνει μια δυναμική γυναίκα σ’ έναν ανδροκρατούμενο κόσμο. Αλλά βλέπουμε επίσης, να προσκολλάται η ηρωίδα σε μια τυραννική πίστη στην ουδετερότητα της ιατρικής επιστήμης. Αρνείται να δει τη δική της ανθρωπιά μέσα στην ιατρική.
Η Ρουθ είναι λευκή γυναίκα και η Στεφανία Γουλιώτη που την υποδύεται, επίσης. Αλλά οι άλλοι ρόλοι φαίνεται να αποδίδονται σε αντίθεση με το φύλο – η εκτελεστική επιτροπή περιλαμβάνει δύο γυναίκες που παίζουν άντρες – επειδή το κείμενο σημειώνει ότι:«εκτός από την τηλεοπτική σκηνή, η ταυτότητα κάθε ηθοποιού θα πρέπει να είναι άμεσα αντίθετη με τον χαρακτήρα του».
Αυτή η παραφωνία εντάχτηκε στο έργο σκόπιμα. Για παράδειγμα, ο εξαιρετικός Νίκος Χατζόπουλος υποδύεται τον ιερέα και, αφού οι χαρακτήρες έχουν ανακρίνει τη Ρουθ σχετικά με την πιθανή ασυνείδητη προκατάληψή της, καταλαβαίνουμε ότι ο ιερέας είναι στην πραγματικότητα Μαύρος. Με αυτόν τον τρόπο, ο συγγραφέας προκαταλαμβάνει το ψηφοδέλτιο και για τους δύο υποψηφίους.
Στο μεταξύ, όταν η Ρουθ δηλώνει πως δεν αντιλήφθηκε το χρώμα του δέρματος του ιερέα το δεχτήκαμε, αλλά κρατήσαμε καιτην αντίφαση, καθώς τον αποκαλούσε «απεχθή».
Επομένως, αιωρείται το ερώτημα: η Ρουθ είναι ρατσίστρια ή μήπως μίλησε λάθος; Ο κίνδυνος, φυσικά, είναι ότι αυτή η θεραπεία μετατρέπει τους πάντες, εκτός από τη Ρουθ, σε αντανάκλαση του αντιληπτικού της κόσμου.
Τι ακριβώς αφορά λοιπόν αυτό το έργο; Τη σύγκρουση μεταξύ πίστης και επιστήμης; Αναρωτιέται ο θεατής. Η ιατρική δεοντολογία της Ρουθ είναι κάτι ασυνάρτητο για ένα άτομο με πίστη, καθώς η αμφιβολία ενός πολιτικού είναι ανοησία γι’ αυτήν. Όταν μια διαδικτυακή αναφορά αναφέρει ότι «οι χριστιανοί ασθενείς χρειάζονται χριστιανούς γιατρούς», η Ρουθ πλησιάζει στο να προτείνει ένα σύστημα, στο οποίο κανείς δεν μπορεί να είναι καθόλου θεραπευτής και, πράγματι, αρκετά σύντομα αναγκάζεται να παραιτηθεί.
Αυτό το αίνιγμα, το οποίο έχει τελειοποιηθεί στην πρώτη πράξη της πλοκής, τυγχάνει σατιρικής επεξεργασίας στρογγυλής τραπέζης στη δεύτερη, όταν ο συγγραφέας στο πυκνό του κείμενο βάζει τη γιατρό ενώπιον μιας ομάδας ακραίων ανταγωνιστών, σ’ ένα περίεργο τηλεοπτικό πρόγραμμα που ονομάζεται «Take the Debate». Αντιμέτωπη με έναν δικηγόρο κατά των αμβλώσεων, μια ακτιβίστρια του «Creation Voice», έναν ακαδημαϊκό της μεταπολίτευσης και μια ερευνήτρια ασυνείδητης προκατάληψης, παρά την αριστεία της η Ρουθ, «τρώγεται» ζωντανή.
Προσωπικά, υποψιάζομαι ότι δεν υπάρχει διάσταση κι ας έχει αντίθετες αναφορές το κείμενο.Ο Ickeστηρίζεται επανειλημμένα στην ιδέα ενός κυνηγιού μαγισσών. Αρχίζει με μυστήριο και τελειώνει το έργο με τη Ρουθ να κρέμεται στον αέρα.
Οι μαθητές αναφέρονται στο σπίτι της Ρουθ σαν ένα εξοχικό σπίτι μάγισσας και η σκηνοθεσία φαίνεται να ενδιαφέρεται για τον τρόπο με τον οποίο τα παλιά παραμύθια κωδικοποιούσαν τα αλλοτινά μίση: την αποστροφή για το άτομο που, ας πούμε, ζούσε έξω από το χωριό εκουσίως απομονωμένο ή για τη γυναίκα που στιγματιζόταν ως ιδιόμορφη περσόνα.
Η Ρουθ συζητάει με τον ιερέα στην τελευταία σκηνή και καταφέρνουν οι δυo τους να βρουν κοινό έδαφος: περιφρόνηση για όσους επισημαίνουν κακή συμπεριφορά μέσω των social media. «Ο Ιησούς δεν έζησε στην ψηφιακή εποχή», λέει ο ιερέας. Η Ρουθ απαντά: «Τους σταυρώνουμε διαφορετικά τώρα».
Η φωνή της Στεφανίας Γουλιώτη είναι τόσο δυνατή, παρόλο που γίνεται συναισθηματική στις τελευταίες στιγμές του έργου, και μετατρέπει το απίστευταατσάλινοηχόχρωμά της σε γλυκύτατη χροιά. Και όχι, το κοινό δε βλέπει φαντάσματα κάτω από τα βλέφαρά του. Γεύεται κάτι πιο οδυνηρό: ένα παιχνίδι ιδεών, που σαμποτάρεται από αντιδραστική αυτολύπηση.
Η θαυμάσια Στεφανία Γουλιώτη υποδύεται τη γιατρό με αξιοθαύμαστους ελιγμούς. Παγερή λαμπρότητα, κορυφαίες εντάσεις, ενώ πλοηγεί σταδιακά το σκαρί της σε ανταριασμένα νεράμιας τραγωδίας: Μία αξιοσημείωτη γιατρός φέρει το μοιραίο ελάττωμα της αλαζονείας. Η σημαντική ηθοποιός πλάθει έναν χαρακτήρα, σχεδόν μοναδικό, σ’ έναν κόσμο όπου ο καθένας θέλει να χρησιμοποιήσει την ταυτότητά του για ιδιοτελείς σκοπούς, ενώ διακυβεύεται η ακεραιότητά της με την περίεργη αλαζονεία της.
Η αντιστροφή φύλου στον ρόλο έχει τη δική της περίπλοκη ειρωνεία: η Ρουθ είναι μια γυναίκα εγκλωβισμένη στον κόσμο ενός άνδρα που είναι φλεγματικός, αυταρχικός. Επιτελεί απροκάλυπτα την αρρενωπότητα για να επιβιώσει.
Η επιβλητική καθηγήτρια Στεφανία Γουλιώτη – Ρουθ Γουλφ είναι μια διαπρεπής κοσμική Εβραία γιατρός και ιδρύτρια ενός πρωτοποριακού ερευνητικού ινστιτούτου για την άνοια. Καθώς ξεκινά το έργο, είναι ξεκάθαρο από τη φλυαρία των συναδέλφων της, ότι δεν είναι και τόσο αγαπητή. Αυτό δεν είναι περίεργο, επειδήείναι μανιωδώς αφοσιωμένη στη δουλειά της. Παρά το έντονο χιούμορ της, βλέπει τον κόσμο καθαρά μέσα από το πρίσμα του επαγγέλματός της. Φιλοδοξεί να μην έχει άλλη ταυτότητα, πέρα από το να είναι γιατρός, θεωρώντας σχεδόν τον εαυτό της όργανο και όχι ανθρώπινο ον.
Στο εντυπωσιακό κάστινγκ, λευκοί ηθοποιοί παίζουν ρόλους μαύρων, γυναίκες παίζουν άντρες, για να μας οδηγήσουν σ’ ένα πέλαγοςαβεβαιότητας, με σωσίβιο ένα στρώμα περιπλοκής, μέχρι να φτάσει η δύναμή του, με την εύστοχη χρήση της λέξης «ανάρρωση», από τη Ρουθ στις δικές μας προσωπικές υποθέσεις.
Η Κίττυ Παϊταζόγλου, στον ρόλο του γιατρού Ρότζερ Χάρντιμαν, δίνει μία αποκαλυπτική ερμηνεία, καθόλου δήθεν, στην τοξική αρρενωπότητά του. Γλυκιά η Μαριάννα Δημητρίου, ως χαμηλών τόνων σύντροφος της Ρουθ, συγκινητική η παρουσία της Ζωής Ρηγοπούλου ως Μπράιαν Σύπριαν και εξαιρετικά δουλεμένος στα υποκριτικά του μέσα ο Λευτέρης Πολυχρόνης.
Αρκούντως ικανοποιητικοί και οι άλλοι ηθοποιοί που συμπληρώνουν τη διανομή.
Δεν είναι μόνο οι ιδέες του έργου που εντυπωσιάζουν και παρασύρουν τον θεατή σ’ έναν κύκλο συλλογισμών και ερωτημάτων.Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου προσαρμόζονται σε έντονα δραματικά ύψη, η μουσική του Αλέξανδρου -Δράκου Κτιστάκη ενισχύει το μυστηριώδες περιτύλιγμα του έργου, ενώ ο ηχητικός σχεδιασμός του Ηλία Φλάμμου, περιέχει έντονα βουητά και «ενοχλητικές» μονές νότες, που σκόπιμα αφήνονται να αιωρούνται. Το σετ του «αποστειρωμένου», θαρρείς, σκηνικού της Εύας Μανιδάκη, συμβάλει στην ατμόσφαιρα υπαρξιακού θρίλερ.
Ένα έργο για τη θνητότητα, τελειώνει με ελπίδα. Αναμφίβολα,αναστατώνονται τα «φτερά» της, τα επιχειρήματά του βρίσκουν ανοικτές πόρτες στο μυαλό και στην ψυχή μας και μας αναγκάζουν να βγούμε από τις παγιωμένες μας βεβαιότητες. Είναι, τελικά, ένα σαγηνευτικό και βαθύ επιχείρημα κατά των απόλυτων συμπεριφορών και αντιλήψεων.
Το «The Doctor» αποτελεί ένα παγκόσμιο θεατρικό φαινόμενο που θέτει την εποχή μας κάτω από ένα θεατρικό μεγεθυντικό φακό. Παρουσιάστηκε πρώτα στο Λονδίνο (θέατρο Almeida και West End), και στη συνέχεια ανέβηκε μέσα σε τρία χρόνια στα σημαντικότερα θεατρικά κέντρα του κόσμου, από την Νέα Υόρκη και το Armory έως το ιστορικό Burgtheater της Βιέννης και από το AdelaideFestival στην Αυστραλία έως το InternationalTheaterAmsterdam (ITA).
H Κατερίνα Ευαγγελάτου έχει στο παρελθόν μεταφράσει και σκηνοθετήσει την διασκευή που συνυπογράφει ο RobertIcke με τον DuncanMacMillan πάνω στο 1984 του Τζωρτζ Όργουελ (Θέατρο Κατερίνας Βασιλάκου, 2016).
Η φωτογράφιση και το τρέιλερ της παράστασης πραγματοποιήθηκαν στο OpboStudio.
The Doctor
πολύ ελεύθερα βασισμένο στο έργο PROFESSORBERNHARDI του Άρτουρ Σνίτσλερ
Συντελεστές
Μετάφραση-Σκηνοθεσία: Κατερίνα Ευαγγελάτου
Σκηνικό: Εύα Μανιδάκη
Μουσική Σύνθεση-SoundDesign: Αλέξανδρος – Δράκος Κτιστάκης
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Σχεδιασμός βίντεο: Παντελής Μάκκας
Πρωταγωνιστούν:
Στεφανία Γουλιώτη
Νίκος Χατζόπουλος
Αμαλία Νίνου
ΚίττυΠαϊταζόγλου
Μαριάννα Δημητρίου
AuroraMarion
Λευτέρης Πολυχρόνης
Νίκη Σερέτη
Σταύρος Καλλιγάς
Αλίκη Ανδρειωμένου
και η Ζωή Ρηγοπούλου
Ηχητικός σχεδιασμός – Ηλίας Φλάμμος
Ειδικές κατασκευές – Αλέξανδρος Λόγγος
Βοηθός σκηνοθέτη – Μελίνα Φορτετσανάκη
Β’βοηθοί σκηνοθέτη-Αλέξανδρος Πάνου,ΜιχαέλαΣαραντινοπούλου
Βοηθός σκηνογράφου – Μαρία Καλοφούτη
Βοηθός ενδυματολόγου – Ειρήνη Γεωργακίλα
Χειριστής κάμερας – Χρήστος Κέκες
Διαφήμιση – socialmedia – RenegadeMedia / Βασίλης Ζαρκαδούλας
Ενδύτρια – Μαρία Τσακίρη
Σχεδιασμός κομμώσεων – Κωνσταντίνος Κολιούσης
Σχεδιασμός Μακιγιάζ – ΤεόΖωγραφάκι
Περούκα Στ. Γουλιώτη – Στέφανος Βασιλάκης
Κατασκευή σκηνικών – ArtWoodCreations, Στέλιος Λαμπαδάριος, Μάνος Βορδοναράκης
Κατασκευή γυναικείων κοστουμιών – Ευαγγελία Τσιούνη
Κατασκευή ανδρικών κοστουμιών – Γιώργος Παρλιάρος
Διεύθυνση παραγωγής – Κωνσταντίνα Αγγελέτου
Οργάνωση παραγωγής – Ξένια Καλαϊντζή
Βοηθοί παραγωγής – Άγγελος Κουρέπης
Υποστήριξη παραγωγής «Λυκόφως» – Κατερίνα Λιακοπούλοου
Υπεύθυνη τμήματος εισιτηρίων Λυκόφως – Στέλλα Μαυροειδή
Λογιστήριο «Λυκόφως» – Γιώργος Αναγνώστου
Παραγωγή Πολιτιστικός Οργανισμός
«Λυκόφως» – Γ. Λυκιαρδόπουλος
Διάρκεια παράστασης : 150’
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ