
Στον φυσιολογικό οφθαλμό, το φως που εισέρχεται εστιάζεται πάνω στον αμφιβληστροειδή (τον φωτοευαίσθητο χιτώνα του οφθαλμού). Στην υπερμετρωπία, το φως εστιάζεται σε ένα σημείο πίσω από τον αμφιβληστροειδή.
Όσο πιο πολύ απέχει το σημείο αυτό από τον αμφιβληστροειδή, τόσο πιο μεγάλη είναι η υπερμετρωπία. Με αποτέλεσμα, ο ασθενής να μην βλέπει καθαρά κοντινά σε εκείνον αντικείμενα.
Κοινά συμπτώματα σε όλους τους υπερμέτρωπες είναι η θολή κοντινή όραση και η κοπιωπία λόγω της συνεχούς λειτουργίας της προσαρμογής. Αυτό σημαίνει ότι δημιουργείται εύκολη κούραση και ζάλη κατά την εκτέλεση κοντινής εργασίας.
Η υπερμετρωπία διακρίνεται σε δύο κύριες κατηγορίες: την διαθλαστική (όταν το μήκος του οφθαλμού είναι κανονικό αλλά η ισχύς του πολύ μικρή) και αξονική (όταν η ισχύς του οφθαλμού είναι κανονική αλλά το μήκος του πολύ μικρό). Στην πράξη η υπερμετρωπία κάποιου ατόμου είναι συνήθως συνδυασμός και των δύο παραπάνω κατηγοριών.
Μικροί βαθμοί υπερμετρωπίας είναι φυσιολογικοί, ενώ μεγάλη μπορεί να οφείλονται σε ατελή ανάπτυξη των οφθαλμών. Στα παιδιά, η μεγάλη υπερμετρωπία πρέπει να ελέγχεται με τακτικό οφθαλμολογικό έλεγχο, γιατί μπορεί να οδηγήσει σε συγκλίνοντα στραβισμό.
Άννα Περράκη
Χειρούργος Οφθαλμίατρος

