19.3 C
Thessaloniki
Δευτέρα, 29 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ«Πήρε τη ζωή της στα χέρια της» του Βασίλη Κατσικονούρη από το...

«Πήρε τη ζωή της στα χέρια της» του Βασίλη Κατσικονούρη από το Κ.Θ.Β.Ε.

Ο Βασίλης Κατσικονούρης είχε ήδη δείξει δείγμα του ταλέντου του με το “Καλιφόρνια ντρίμιν” (1ο κρατικό βραβείο θεατρικού έργου 2002, ανέβηκε στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού το 2004) και συνέχισε στα επόμενα χρόνια να βλέπει τεθλασμένα , μέσα από τους αντι-ήρωές του, την ελληνική διαδρομή στον 21ο αιώνα. Τα έργα του μιλούν για ανθρώπους που ζουν σε κάποιου είδους -ψυχικό ή φυσικό- περιθώριο, άνθρωποι  ονειρεύονται μια διαφυγή από τη γύρω πραγματικότητα, όχι πάντοτε με τον πλέον δόκιμο τρόπο, άνθρωποι που θα ήθελαν να ζουν με τους δικούς τους κανόνες, αν και συνήθως συμβιβάζονται, ενώ παράλληλα φέρνει στο προσκήνιο τη σύγχρονη Ελλάδα, την επίπλαστη ευμάρεια του τέλους του 20ού αι. και τη σημερινή -οικονομική, κοινωνική και ηθική- κρίση.


Το «Πήρε τη ζωή της στα χέρια της» αρχίζει με ένα αμφίσημο γεγονός: μια κοπέλα είδε τον πατέρα της ζωντανό ενώ αυτός είχε πεθάνει. Ήταν ψευδαίσθηση ή η ίδια η πραγματικότητα; Εμπειρικό λάθος ή παρουσία φαντάσματος; Ένα περίεργο χίασμα στήνεται από την πρώτη κιόλας σκηνή: η ψευδαίσθηση παραπέμπει στο εμπειρικό λάθος, ενώ η πραγματικότητα στο φάντασμα. Δεν πρόκειται για  ένα θεατρικό κόλπο, αλλά μάλλον μια εισαγωγική νύξη για το φινάλε, αφού το φάντασμα (το περιεχόμενο του «ονειρεύεσθαι»  και συνάμα το νοητό όριο μεταξύ ζωής και θανάτου) στοιχειώνει και την τελευταία σκηνή.


Νομίζω ότι αυτό που ξεχωρίζει στο έργο δεν είναι ούτε τα δομικά στοιχεία του, ούτε ορισμένες χαρακτηριστικές τεχνικές (λ.χ. ο εγκιβωτισμός: ένας συγγραφέας σε κρίση γράφει για έναν συγγραφέα που είναι σε κρίση, αφού πρόκειται για έναν συνηθισμένο θεματικό αναδιπλασιασμό), αλλά αφ’ ενός μια ειρωνική και συνάμα χιουμοριστική διάθεση απέναντι στο πρόδηλο και στο αυτονόητο και αφ’ ετέρου μια ιδιάζουσα στάση απέναντι στη συγκινησιακή ενότητα του βίου, τις οποίες θα προσπαθήσω να περιγράψω με λίγα λόγια.


Στο έργο ανιχνεύεται ένα τρίγωνο που προσφέρει το περίγραμμα και τους αρμούς της δράσης. Στις πλευρές του αναπτύσσονται τρεις διαφορετικοί λόγοι: της ψυχανάλυσης, της δραματουργίας και της επικοινωνίας. Στο νοητό κέντρο του τριγώνου τίθεται μια απλή και ευαίσθητη ύπαρξη, η οποία δείχνει να εγκλωβίζεται ανάμεσα στις παρειές   των τριών λόγων: του υπερεγώ (τα “πρέπει” που περιστέλλουν και περιχαρακώνουν την ατομική συμπεριφορά), του μυθοπλαστικού λόγου που αναπαράγει τις καθημερινές σχέσεις (άρα, αυτοαναιρείται ως μυθοπλασία) και της ρητορικής του εμπορευματικού λόγου.

 Η τριγωνική σχέση δικαιολογείται από την τάση σύγκλισης των παραπάνω  λόγων, η οποία κλιμακώνεται προϊόντος του έργου. Ιδού πώς. Εν πρώτοις, η ψυχανάλυση μπορεί εύκολα (αν και σχηματικά) να ερμηνεύσει τη συμπεριφορά του δραματουργού και της διαφημίστριας, όπως και του ίδιου του ψυχαναλυτή με παρόμοιο αναλογικά τρόπο: μια επιστημονικοφανής συνταγή που ερμηνεύει δήθεν τα πάντα. Στη συνέχεια, η ρητορική του εμπορίου δανείζεται δράσεις και διάλογους της θεατρικής μυθοπλασίας και ενεργοποιεί ασυνείδητους μηχανισμούς για να στήσει ένα σκηνικό πειθούς προς τους υποψήφιους καταναλωτές/θεατές της. Άλλωστε, τα τελευταία χρόνια, η διαφήμιση (όπως και η μόδα) αντλεί από τις τέχνες σε υπερβολικό βαθμό. Τέλος, η μυθοπλασία συγκροτείται στη βάση των ψυχαναλυτικών κανόνων (θα λέγαμε στη βάση μιας “ορθότητας ” και επιφανειακής ψυχανάλυσης), ενώ υπακούει στους κανόνες και στις ανάγκες της αγοράς.

Το έργο ασχολείται με τρεις περιπτώσεις ανθρώπων: Έναν ψυχοθεραπευτή , έναν θεατρικό συγγραφέα  και μια διαφημίστρια. Και οι τρεις καλοί διαχειριστές του λόγου  και της εικόνας, διανοούμενοι και επιτυχημένοι. Απέναντί τους, ένας μοναχικός άνθρωπος, η Φωτεινή , που δεν ξέρει να διαχειρίζεται τίποτα, εκτός ίσως από τη φαντασία και τις αναμνήσεις της. Ούσα αδύναμη στο πλάι “δυνατών”, η Φωτεινή γίνεται αντικείμενο έρευνας και εκμετάλλευσης από τους άλλους, οι οποίοι δε θα διστάσουν να πατήσουν πάνω της, προκειμένου να προχωρήσουν στις καριέρες τους και στις προσωπικές τους σχέσεις.

Έτσι περιγράφει ο Βασίλης Κατσικονούρης το «Πήρε τη ζωή της στα χέρια της», που έγραψε το 2006-2007. Στη συνέχεια αναφέρει ότι το έργο  θα μπορούσε να θεωρηθεί το τρίτο  μιας τριλογίας, που ξεκινά με το «Γάλα» και συνεχίζεται με τους «Αγνοούμενους – μια ενδιαφέρουσα ζωή», στην οποία θα έδινε τον τίτλο «Η τριλογία των ανυπεράσπιστων».

Το κείμενο βασίζεται σε ένα πολύ έξυπνο εύρημα. Η Φωτεινή είναι ερωτευμένη με τον ψυχοθεραπευτή της. Ντρέπεται να του ομολογήσει το πάθος της κατά πρόσωπο και γράφει e-mail. Αντί όμως να τα στέλνει σ’ αυτόν, τα στέλνει στην ξαδέρφη της  τη διαφημίστρια. Το πρόβλημα είναι πως  η ξαδέρφη έχει για σύζυγο  έναν συγγραφέα, ο οποίος πάσχει από συγγραφικό κενό και, καθώς βλέπει  αυτά τα μηνύματα,  καταλαβαίνει ότι μπορεί να τα αξιοποιήσει δραματουργικά. Εξαναγκάζει, λοιπόν, τη σύντροφό του να προδώσει τη φίλη της και να του τα δώσει. Παράλληλα, θέλει να προωθήσει ακόμα περισσότερο τα πράγματα ανάμεσα στον ψυχοθεραπευτή και στη Φωτεινή. Θέλει να γίνει όχι μόνο υποκλοπέας της πραγματικότητας, αλλά και ο δημιουργός της.

Αν και  αυτό το συγγραφικό  εύρημα είναι πολύ ισχυρό, οι διάλογοι χαρακτηρίζονται από μια  συγγραφική εμμονή να δείχνουν αστείοι. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το έργο να βασίζεται πολύ στην ατάκα και να χάνει το ρεαλισμό του και, ίσως,  να υποσκάπτει την δραματικότητά του, εφόσον τα λόγια  προκαλούν το γέλιο.

Η παράσταση  ξεχωρίζει για τη σκηνογραφία του. Στις άριστα εξοπλισμένο Φουαγιέ του θεάτρου της Ε.Μ.Σ. ένα πολύ καλά στημένο, ρεαλιστικό και όμορφο αισθητικά σκηνικό των Φρόσως Λύτρα και Δανάης Πανά,  αν μη τι άλλο, ικανοποιεί τον θεατή, του χαρίζει αίσθηση ονειρική και με τους πολύχρωμους φωτισμούς της Στέλλας Κάλτσου, την πρωτότυπη μουσική των DNA (Μιχάλη Νιβολιανίτη και Αλέξανδρου Χρηστάρα) μεγεθύνεται η ψευδαίσθηση με την οποία αναμετρώνται οι ήρωες.  

Να σημειώσω ότι τους θεατές υποδέχεται η Αναστασία Κελέση με μια δική της χορογραφία σε κινήσεις σύγχρονου χορού. Ένα πρώιμο ιντερμέδιο με απόλυτη αυτοτέλεια, σε σχέση με το υπόλοιπο εργο.

Σχετικά με τις ερμηνείες, ο Δημήτρης Σιακάρας κινείται  θαυμάσια ανάμεσα στο κωμικό και στον κόμβο ενός περίπλοκου ρόλου: αυτόν του θεατρικού  συγγραφέα Ανδρέα, που αναζητά μεν την αλήθεια κι από την άλλη, δε διστάζει να πατήσει «επί πτωμάτων». Ένας συγγραφέας που δε διαφέρει πολύ από ένα καθ΄ έξιν  λογοκλόπο.

Με αυτόν τον τρόπο ο Κατσικονούρης ειρωνεύεται την απαίτηση, που εκφράζεται από πολλά σημεία, ότι τα έργα πρέπει να έχουν άμεση σχέση με τη ζωή.

Ο αποστασιοποιημένος  «ψυχοθεραπευτής» Κάρολος,  Νίκος Τσολερίδης,   είναι ο πιο πειστικός χαρακτήρας από όλους. Αυτό οφείλεται τόσο στον ίδιο τον ηθοποιό, όσο και στο γεγονός ότι ο Κατσικονούρης, μη ταυτιζόμενος με τον ρόλο, τον απέδωσε με την πένα του καλύτερα.

Η Άννα  Ευθυμίου, ως Βέρα,  αρκούντως ικανοποιητική στην ερμηνεία τής διαφημίστριας, αν και το ίδιο το κείμενο εμπεριέχει στον ρόλο  υπερβολές και κλισέ, ιδίως στον τρόπο με τον οποίο αποδίδεται η συναισθηματική της εξάρτηση με τον συγγραφέα σύζυγό της. Η ηθοποιός αποφεύγει τεχνηέντως τον σκόπελο.

Η Φαίη Κοκκινοπούλου, είναι μια έξοχη «Φωτεινή», σε έναν  μελοδραματικό ρόλο.

Αυτή η όμορφη  γυναίκα που είδε τη ζωή της, τις πιο κρυφές σκέψεις κι επιθυμίες της να γίνονται βορά σε ένα ηδονοβλεπτικό θέαμα και προδόθηκε από τα μόνα άτομα που εμπιστευόταν, την ξαδέρφη της και τον έρωτά της, τον  ψυχοθεραπευτή, στο τέλος του έργου, καταρρέει.

Η σκηνοθέτις Φρόσω Λύτρα, ακολουθεί τον συγγραφέα στο ζήτημα της πάλης των φύλων κι έτσι, δεν αποφεύγει την κοινοτυπία, ότι οι άντρες ενδιαφέρονται να προχωρήσουν τις καριέρες τους, ενώ οι γυναίκες παρασύρονται από το συναίσθημα. Οπότε, η διαφημίστρια παλεύει να σώσει τη σχέση της και γι’ αυτό προδίδει την ξαδέρφη της. Αλλά και η «Φωτεινή» γίνεται θύμα, ακριβώς επειδή δεν μπορεί να διαχειρισθεί τα συναισθήματά της. Από την άλλη, οι δύο άντρες είναι απλώς κυνικοί κυνηγοί καριέρας. Ο ένας στον χώρο της τέχνης και ο άλλος στον χώρο της επιστήμης. Πάντως, δεν παύουν να είναι ιδεαλιστές μέσα στον κυνισμό τους: τους ενδιαφέρει η «αθανασία» και όχι η επιβίωση. Η δόξα και όχι το χρήμα.

Συμπερασματικά, η παράσταση  μάς αφήνει ανάμεικτα συναισθήματα. Έχει εμπνευσμένα ευρήματα, αλλά τυποποιημένους  χαρακτήρες  σ’ ένα ιλαροτραγικό περιτύλιγμα, επειδή έτσι σκιαγραφεί ο συγγραφέας τους ήρωές του στα έργα του, ωστόσο οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών  είναι απολαυστικές.

Οπωσδήποτε, η παράσταση του Κ.Θ.Β.Ε. θέτει ουσιαστικά ζητήματα για τη ζωή και την τέχνη και, μάλιστα, η σκηνοθεσία προσθέτει ένα ακόμη επίπεδο και της αξίζουν εύσημα γι αυτό. Μας τονίζει ότι τα κυρίαρχα, αυταρχικά καθεστώτα λειτουργούν διπολικά. Μετατρέπουν ορισμένα θύματα σε θύτες, ώστε η εξουσία τους να διαιωνιστεί με τη χειραγώγηση ευάλωτων ανθρώπων, που εύκολα  μεταπηδούν από τους κακομοίρηδες στους Εμίρηδες. Επιτυχημένη, διαχρονική  συνταγή σε όλον τον κόσμο.

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ


Σκηνοθεσία: Φρόσω Λύτρα
Σκηνικά: Φρόσω Λύτρα, Δανάη Πανά
Κοστούμια: Νίκος Χαρλαύτης
Πρωτότυπη μουσική: DNA (Μιχάλης Νιβολιανίτης, Αλέξανδρος Χρηστάρας)
Χορογραφία-επιμέλεια κίνησης-βοηθός σκηνοθέτη: Αναστασία Κελέση
Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου
Οργάνωση Παραγωγής: Εύα Κουμανδράκη
 
Παίζουν οι ηθοποιοί (με αλφαβητική σειρά): Άννα Ευθυμίου (Βέρα), Φαίη Κοκκινοπούλου (Φωτεινή), Δημήτρης Σιακάρας (Αντρέας), Νίκος Τσολερίδης (Κάρολος)
 
Χορεύτρια επί σκηνής: Αναστασία Κελέση

Τα έργα τέχνης που περιλαμβάνονται στη σκηνική σύνθεση της παράστασης είναι δημιουργίες του εικαστικού καλλιτέχνη Στέλιου Γαβαλά.

ΠΑΥΛΟΣ  ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

- Advertisment -
- Advertisment -spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ