( Με 3 κωμικές παρεμβάσεις της Ευγενίας Βάγια )
Πρόλογος
Δεν ακολουθεί ο συγγραφέας καμία σειριακή χρονικότητα και καμιά χωρικότητα τοπική. Αντίθετα τις προ – κατηγοριακές καταστάσεις των παθών, τις περνάει στη γλώσσα για να τις συντάξει, να τις εμπαίξει, να τις προσδιορίσει εκ νέου, όσο γίνεται, ρηματοποιώντας τις εντάσεις των σωμάτων των ηθοποιών και το βιμπράτο της μουσικής, που θα αναλάβουν τη «σκηνοθεσία».
Θα ζητήσουν, όμως, και από τον θεατή την απάλειψη του λογικού ειρμού, ζητώντας του να υποχωρήσει για λίγο σ’ ένα εμβρυακό στάδιο που θα τον κάνει να «υποφέρει» τις φοβερές συσπάσεις της μήτρας του Λόγου.Εκεί, ο συγγραφέας θα μπορούσε, επιτέλους, να αποσυρθεί αλλά όχι και η παράσταση. Το Θέατρο, πληκτροφόρο όργανο, θα μεταφέρει από το βιβλίο του Δασκάλου: «Το καλώς συγκερασμένο κλειδοκύμβαλο», τη μουσική.
Το έργο
Το «Προσδοκώ» δραματοποιεί την ιδέα του θανάτου. Αυτό ο Γιώργος Βέλτσος το διαχειρίζεται προβάλλοντας τις αδυναμίες του και τις δυνάμεις του. Η δύναμή του είναι ο λόγος, η μετάβαση από τον Όμηρο στον Απόστολο Παύλο και από το Σύμβολο Της Πίστεως στη σύγχρονη πρόσληψη της έννοιας του θανάτου. Το όνειρό του είναι μια πεισιθάνατη αφήγηση.
Το θέμα του επικήδειου μίμου πιάνεται από μία παράδοση της ρωμαϊκής κουλτούρας. Οι Ρωμαίοι Πατρίκιοι και οι μεγάλοι αριστοκράτες της Ρώμης ανάλογα με την περιουσία και την οικονομική τους επιφάνεια αγόραζαν ή νοίκιαζαν μίμους, δηλαδή θεατρίνους της εποχής.
Οι μίμοι προπορεύονταν της νεκρικής πομπής αφηγούμενοι στους θλιμμένους ή όχι συγγενείς και φίλους, αλλά και στιγμιότυπα της ζωής του αποθανόντος. Στην παράσταση υποτίθεται ότι οδεύουν προς ένα νεκροταφείο που ο συγγραφέας ορίζει ως το Α’ νεκροταφείο Αθηνών.
Με τη χαρακτηριστική μαρμάρινη πρόσοψη του Κωνσταντινίδη που θεωρείται ένα από τα κειμήλια της αρχιτεκτονικής και το περιδιάβασμα ανάμεσα στους τάφους, το κείμενο μιλάει για πρόσωπα που υπάρχουν, που δεν υπάρχουν ή που είναι στη φαντασία του συγγραφέα, για τους ανθρώπους αυτούς οι οποίοι συνομιλούν με τη μοίρα τους και με αυτό που έχουν μπροστά τους.
Η παράσταση
Πρόκειται για την ιστορία δύο μίμων, οι οποίοι κατά τη ρωμαϊκή εποχή αναλάμβαναν την πορεία νεκρών προς το νεκροταφείο, με αναπαράσταση κάποιων γεγονότων της ζωής αυτών των λειψάνων. Αυτό είναι ένα ιστορικό γεγονός, όχι πολύ γνωστό, αλλά η μεταφορική σημασια του γεγονότος , κατά τον συγγραφέα, επέτρεψε στη σκηνοθέτιδα Σοφία Καρακάντζα να δημιουργήσει μια θεατρική ιεροτελεστία, που συναρπάζει τον θεατή ποικιλόμορφα. Πιθανώς να συγκινείται ένας αριθμός αυτών, μπορεί να νιώσει ένας άλλος, αρνητικά συναισθήματα, αλλά αυτή η παλέτα χρωμάτων σε μια αίθουσα είναι το θέατρο που γεννά πίνακες τέχνης τόσο στο κοινό, όσο στη σκηνή. Μη ξεχνάμε ότι η ανάγνωση μιας εικόνας από ομάδα θεατών, δεν συνεπάγεται αυτονόητο συμπέρασμα. Ο καθείς εισπράττει αυτό που του επιτρέπει η υποδομή του.
Το «Προσδοκώ» φέρνει στη θεατρική σκηνή τους πεθαμένους πρωταγωνιστές της Μεταπολίτευσης, ως είδωλα εν ζωή και εν τάφω. Τους ζωντανούς μας, σήμερα, στο «κενοτάφιο» της Βουλής ή της Ακαδημίας, σε μια χορευτική μετάβαση από γενεά σε γενεά, (αι γενεαί πάσαι), όλοι μαζί επ’ άπειρον πιασμένοι χέρι – χέρι. Η μίμηση –δαιμονική μορφή του θεάτρου– θα εκφέρει εκείνο το «δεύρο έξω» του Ιησού στον Λάζαρο. Αρκεί ο θεατής να μην είναι «τεταρταίος». Δηλαδή να μη μυρίζει. Να έχει απαλλαγεί από τις οσμές του λεγόμενου «ψυχαγωγικού» θεάτρου.
Τα πρόσωπα του έργου είναι ένας γέρος και ένας νέος επικήδειος μίμος, που θα «αναπαραστήσουν» τις σημαντικότερες στιγμές από τη ζωή έξι πρωταγωνιστών της Μεταπολίτευσης, αναμοχλεύοντας, τρόπον τινά, τη Δίκη των έξι: Του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του Ανδρέα Παπανδρέου, του Αρχιεπίσκοπου Χριστόδουλου, της Μελίνας Μερκούρη, του Μάνου Χατζιδάκι και του Γιάννη Ρίτσου, οι οποίοι σε άλλο χωροχρόνο είναι ο Μητσοτάκης, ο Άδωνις, ο πατήρ-Αντώνιος, ο Αντώνης Ρέμος και η Βάνα Μπάρμπα. Όλοι αυτοί, σε μεταγενέστερο χωροχρόνο, θα είσαστε εσείς και, μάλιστα, στη σκαλέτα της εκπομπής της Ελένης Μενεγάκη.
«Πρόκειται για ένα πολυκείμενο με πολλαπλές και περίπλοκες επιστρώσεις νοημάτων», σχολίασε η σκηνοθέτρια Σοφία Καρακάντζα, η οποία, παίρνοντάς το στα χέρια της, αναζήτησε τους τρόπους για να το μεταφέρει στο κοινό, ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για να συνδεθούν μαζί του οι θεατές της παράστασης.
«Η δική μου αίσθηση όταν το πρωτοδιάβασα, ήταν αυτή της βαθιάς συγκίνησης και βαθιάς θλίψης. Αυτό που αισθανόμαστε συνεχώς τα τελευταία χρόνια με την απώλεια όλων των πραγμάτων που ξέραμε, όπως είναι το θέατρο, η ιστορία, η Ελλάδα, αυτό που πιστέψαμε, αυτά που ήταν οι οδηγοί της ζωής μας, τα πιστεύω μας, οι πολιτικές μας παντιέρες. Μία χώρα που συνεχώς φαίνεται να θρηνεί, να είναι σε μία απώλεια».
Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με τη σκηνοθέτιδα, «δημιουργήθηκε μία συνθήκη όπου από τη μία μεριά είναι το νόημα και η συγκίνηση και από την άλλη είναι η ιστορία του κειμένου, το ίδιο το κείμενο, που έχει να μας πει τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να σταθούμε απέναντί του».
«Είναι ένα κείμενο που δεν αναπαρίσταται, αλλά το αφηγούμαστε με έναν τρόπο. Όπως ο Γιώργος Βέλτσος μιλάει για τους επικήδειους μίμους, οι οποίοι νομίζω ότι είναι πιο κοντά στους ραψωδούς της αρχαίας Ελλάδας, που περπατούσαν, μιλούσαν κι μ’ ένα όργανο συνοδεύαν την αφήγησή τους, έτσι κι εμείς μέσα από μία δραματουργία η οποία αναπτύσσεται με τον τρόπο που γράφει ο Δημήτρης Καμαρωτός τη μουσική κειμένου, φτιάχνουμε το υπόβαθρο ώστε να αρχίσουν αυτοί οι συνειρμοί να ελευθερώνονται και να μπορούν να φτάσουν σε τόπους όπου το νόημα και η συγκίνηση επαναπροσδιορίζονται», εξηγεί η κ. Καρακάντζα.
Ο φιλόσοφος, νομικός, κοινωνιολόγος, επικοινωνιολόγος, θεατρικός συγγραφέας, κριτικός, καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και ποιητής Γιώργος Βέλτσος, αποτελεί ένα από τα πλέον αμφιλεγόμενα πρόσωπα της ελληνικής δημόσιας σκηνής. Διαθέτει φανατικούς φίλους και εξίσου φανατικούς εχθρούς.
Η σκηνοθέτρια Σοφία Καρακάντζα μελέτησε σε βάθος το έργο του πολυσχιδούς συγγραφέα και, προφανώς, ξέρει τι θα πει «περιπέτειες της διαλεκτικής» και ξέρει να μπαινοβγαίνει στο αχανές ορυχείο του χρόνου για να φέρει από κει τα πολύτιμα πετρώματα που προσφέρει.
Στήνει μια παράσταση αφηγηματικού θεάτρου, την εμπλουτίζει με χιούμορ και σωματικό θέατρο, την πριμοδοτεί με ευρήματα, όπως η συνθήκη νύχτα σε νεκροταφείο, το ημίφως από τη μαστοριά του Στέλιου Τζολόπουλου και από το φεγγάρι (αγαπημένο φετίχ του συγγραφέα η ευμεγέθης μπάλα), το πένθιμο πρελούδιο – εισαγωγή από τον Δημήτρη Καμαρωτό, που στη συνέχεια η πρωτότυπη, κύρια μουσική επένδυση είναι άλλοτε της γιορτής και άλλοτε κλασσικό κομμάτι που συνοδεύει την κίνηση που δίδαξε η Μέλπω Βασιλικού και, βεβαίως, τον ηχογραφημένο Βέλτσο που αυτοπροσδιορίζεται ως ζωντανός- νεκρός, χαρίζοντάς μας έναν σαφή υπαινιγμό για μια νηπενθής Ελλάδα, που θάβει μεν τα παιδιά της, αλλά που ποτέ δεν πεθαίνει, γιατί δε θέλει να πεθάνει. Θα είναι ζωντανή εις το διηνεκές.
Τα σκηνικά της Ράνιας Εμμανουηλίδου λιτά και στο ύφος της σκοτεινής συνθήκης. Ταφικά χορταριασμένα κομμάτια, μνημεία και ένα «καρουζέλ» φορτωμένο πακέτα – σύμβολα ζήσης, που το γυρίζουν σε όλες τις διαστάσεις της αίθουσας οι οκτώ Μίμοι –ηθοποιοί.
Ασφαλώς, δε ξεχωρίζει μια μονάδα, επειδή λειτουργεί ισάξια το σύνολο και στην αφήγηση και στην κίνηση, ακόμα και στο διαδραστικό –τρόπον τινά- τελευταίο μέρος, όπου οι ηθοποιοί μιλούν κατά πρόσωπο με θεατές, προσφέροντάς τους το «δια ταύτα» της παράστασης: ένα παιχνίδι ανταγωνισμού και επικράτησης ανάμεσα σε νεκρούς και ζωντανούς.
Το έργο ανεβαίνει από το Κ.Θ.Β.Ε. στο Φουαγιέ του θεάτρου της Ε.Μ.Σ. σε πρώτη πανελλήνια παρουσίαση.
Επίλογος
Επικήδειος Μίμος Α: «Ξέρεις τι εύκολα μπορώ να μιλήσω για τους άλλους; Όλη μέρα τους έχω απέναντι και τους παρατηρώ. Περπατούν, μιλούν, μας παρακολουθούν… Με το κεφάλι ίδιο, άδειο φαινομενικά, το πρόσωπο ανέκφραστο χωρίς συσπάσεις. Ό,τι κι αν κάνουν μοιάζει φυσικό, εντελώς νορμάλ, ανάλαφρο. Αν σκέφτονται κάτι, αυτό είναι αθόρυβο. Η σκέψη τους ζυγίζει ελάχιστα, μερικά δράμια, αστεία πράγματα! Αν μπορούσα να δοκιμάσω κι εγώ… δεν ξέρω αν γίνομαι κατανοητός. Να έμπαινα από μέσα τους, κατάλαβες; Όπως μπαίνεις στο αυτοκίνητο να το οδηγήσεις. Με πιάνεις; Να έβλεπα πώς το κινούν έτσι… χοπχοπ ανάλαφρα, πώς περπατούν, πώς στρίβουν, πώς μιλούν, χαχαχάχιχιχί… Με πόση άνεση ε; Σαν χορευτές ώρες ώρες! Αχ να ένιωθα έστω λίγη από την σωματική ευτυχία τους. Μια φορά έστω. Τι ευτυχία να ζεις σε πλανήτη που έχει τη μισή ακριβώς βαρύτητα απ’ τον δικό μου. Με πιάνεις; Με τη μισή βαρύτητα… Μια φορά, να δανειζόμουν το σώμα τους, για λίγο, για μια βόλτα…»
Το «Προσδοκώ» του Γιώργου Βέλτσου σε πρώτη πανελλήνια από το Κ.Θ.Β.Ε.
* Κατάλληλο για θεατές άνω των 12 ετών.
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Σοφία Καρακάντζα, Σκηνικά – Κοστούμια: Ράνια Εμμανουηλίδου, Μουσική κειμένου – Πρωτότυπη μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός, Χορογραφία – Κίνηση: Μέλπω Βασιλικού, Φωτισμοί: Στέλιος Τζολόπουλος, Βοηθός σκηνοθέτις: Ευανθία Σωφρονίδου, Β’ βοηθός σκηνοθέτη: Μαρκέλλα Καραπιπέρη, Οργάνωση Παραγωγής: Ειρήνη Χατζηκυριακίδου, Φωτογραφίες: MikeRafail (ThatLongBlackCloud)
* Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου (στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης): Λουίζα Μαρία Χαραλάμπους
Παίζουν οι ηθοποιοί (με αλφαβητική σειρά):
Χορός Μίμων
Ελένη Θυμιοπούλου, Μαρία Καραμήτρη, Αίγλη Κατσίκη, Εύη Κουταλιανού, Θεοδώρα Λούκας, Δημήτρης Ναζίρης, Γιάννης Τομάζος, Γιάννης Χαρίσης
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ