Ο Φρόιντ είχε την τύχη να επιβιώσει από το φασισμό, σε αντίθεση με τις τέσσερις αδερφές του, που χάθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η αγάπη του για τα πάθη της ανθρώπινης ψυχής και της πραγματικότητας που τα συνοδεύει, τον οδήγησε να παραμερίσει τις θεωρίες του και να προτάξει την τέχνη, ως μέσο για να νοιώσουμε έστω για λίγο την ανθρώπινη ψυχή. Σε αυτή την αυταπάρνηση, για λογαριασμό της πραγματικότητας, θα πει την περίφημη ρήση: «Όπου και να με πήγαν οι θεωρίες μου, ένα έμαθα, ένας καλλιτέχνης έχει πάει ήδη…».
Όντως η τέχνη υπήρξε πάντα δηλωτική για λογαριασμό της πραγματικότητας. Το 2006 ο Αμερικανός σκηνοθέτης Ζακ Σνάιντερ, συστήνει στο κινηματογραφικό κοινό, μια επική (ελληνική ιστορική) πολεμική ταινία τους «300», βασισμένη στο ομώνυμο κόμικ του Φρανκ Μίλλερ και στη μάχη των Θερμοπυλών.
Η ταινία έτυχε μεγάλης αναγνώρισης, αν και οι κριτικοί διχάστηκαν καθώς άλλοι τη θεώρησαν πρωτοπόρα, ενώ άλλοι διατηρούσαν τις αμφιβολίες τους. Όπως και να έχει, κανείς δεν μπορεί να προσπεράσει, την κεντρική φιγούρα του Εφιάλτη στην ταινία. Όχι, γιατί όλοι όσοι γνωρίζουν την ιστορία, ξέρουν το ρόλο του Εφιάλτη, αλλά γιατί ο σκηνοθέτης, μας σκιαγραφεί δια μέσου του διαλόγου του Εφιάλτη με το Λεωνίδα, το ψυχολογικό προφίλ, ενός ανθρώπου που αποφασίσει να κινηθεί εκδικητικά, εναντία στην ίδια του την πόλη.
Ο σκηνοθέτης, μας συστήνει τον Εφιάλτη, ως ένα άνθρωπο με σωματική δυσπλασία, εικόνα διαμετρικά αντίθετη, με τα καλογυμνασμένα σώματα των υπολοίπων Σπαρτιατών, πολύ δε περισσότερο, αν αναλογιστούμε πως η σωματική διάπλαση αποτελούσε κυρίαρχο προσόν και σε ιδεολογικό επίπεδο για τους Σπαρτιάτες. Ο Εφιάλτης λοιπόν, είναι ένας άνθρωπός που η σωματική αδυναμία τον αφήνει στο περιθώριο της κοινωνίας, αφού αυτό το χαρακτηριστικό αποτέλεσε το ιδεώδες της πόλης του εκείνη την εποχή.
Στο διάλογο που ακολουθεί στην ταινία μεταξύ του Λεωνίδα, αρχηγού των Σπαρτιατών και του Εφιάλτη, οι λεπτές γραμμές και ο ανθρώπινος πόνος γίνεται πιο διαυγής. «Θέλω να πολεμήσω στην πρώτη γραμμή», ζητά ο Εφιάλτης απ’ τον αρχηγό του, ωστόσο, εκείνος γνωρίζοντας την αδυναμία του, αντιπροτείνει στον Εφιάλτη να βοηθήσει πίσω απ’ τη μάχη σε άλλη θέση.
Ωστόσο, ο εφιάλτης επιμένει, δηλώνοντας πως έτσι τον μεγάλωσε η μάνα του, η οικογένεια του, να γίνει καλός στρατιώτης, αλλιώς θα είναι ένας αποτυχημένος. Ο Λεωνίδας αρνείται, ενώ η θλίψη που νιώθει ο Εφιάλτης, μη μπορώντας να αποδείξει ότι αξίζει και μπορεί να προσφέρει, όπως του είχαν υποδείξει κατά τα ηγεμονικά πρότυπα της εποχής, αποτυπώνεται στις σωματικές κινήσεις του Εφιάλτη, και είναι διάχυτη στην οθόνη.
Η συνεχεία της ιστορίας στη ταινία είναι γνωστή, Ο Ξέρξης, «διαβάζει» τα ψυχολογικά κίνητρα του Εφιάλτη και τον εκμεταλλεύεται προσφέροντας του αναγνώριση. Όταν ο Εφιάλτης αναγνωρίζει το λάθος του είναι ήδη πολύ αργά….
Στη τέχνη της μυθοπλασίας, ο Εφιάλτης, είναι ένα δημιούργημα ενός πολιτικού συστήματος στο οποίο δε χωρά η υπερβατικότητα. Θα μπορούσε να είναι και στη σύγχρονη πραγματικότητα; Ο διάσημος ψυχαναλυτής Réginald Blanchet, σε παλιότερο άρθρο στο www.lacanquotidien.fr. που αφορούσε στα αίτια της ένταξη και μάλιστα νέων ανθρώπων σε ακραίες οργανώσεις, σκιαγραφούσε το προφίλ ανθρώπων που με πράξεις ανυπακοής πλασάρουν τους εαυτούς τους ως τέτοιους απέναντι στην καλή κοινωνία, η οποία τους στιγματίζει και τους περιθωριοποιεί.
Αποδίδοντας το κίνητρο της ένταξης σε ακραίες οργανώσεις, ως την αντιπαράθεση με τους κώδικες της κυρίαρχης κουλτούρας και μάλιστα της νομιμότητας. Εμφανίζονται, γράφει, ως σύμπτωμα ενός πολιτισμού, που στερείται πλέον κάθε υπερβατικότητας.
Ίσως ήταν πολύ χρήσιμο και επιτακτικά αναγκαίο για τη Δημοκρατία, το Πολιτικό σύστημα της Χώρας, να αναλάβει τις ευθύνες του απέναντι σε κάθε Εφιάλτη, προτάσσοντας το ηθικό και όχι το νόμιμο…
- Η Βάσω Μουρελά είναι πολιτικός επιστήμονας