«Πρώτον, την κυριαρχία του αναχρονιστικού "δικαίου του αίματος" για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας και δεύτερον, το γεγονός ότι η κτήση της ιθαγένειας συνεπάγεται αυτόματα την εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους». «Σε γενικές γραμμές, δηλαδή, όσοι έχουν ελληνική καταγωγή (αρκεί από τον ένα πρόγονο) μπορούν να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια και άρα και το δικαίωμα ψήφου, που δυνητικά θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία υπέρμετρη αύξηση του εκλογικού σώματος, με ψηφοφόρους που δεν έχουν δεσμούς με την Ελλάδα» εηηγεί.
«Γι’ αυτό και η πρόταση του ΚΚΕ έχει τρεις βασικούς άξονες: Την ύπαρξη δεσμών (π.χ. φορολογικών υποχρεώσεων) με την Ελλάδα. Έναν ανώτατο χρόνο απουσίας από τη χώρα π.χ. 30 έτη. Την αυτοπρόσωπη παρουσία σε εκλογικά τμήματα (πρεσβείες, προξενεία κλπ) του εξωτερικού. Μόνο με αυτούς τους όρους θα μπορούσε να υπάρξει προσμέτρηση των ψήφων στο εκλογικό αποτέλεσμα» υπογραμμίζει ο Γ. Γκιόκας και αναφέρει ότι «παρόμοιους, ουσιαστικούς ή τυπικούς, περιορισμούς για το δικαίωμα ψήφου των εκτός Επικρατείας θέτει η συντριπτική πλειοψηφία των χωρών που αναγνωρίζουν τέτοιο δικαίωμα».
Αναφέρει ότι το ΚΚΕ πρότεινε επίσης «συγκεκριμένες παρεμβάσεις στο Σύνταγμα, προκειμένου αυτή η πρόταση να θωρακιστεί και συνταγματικά, με δεδομένο ότι βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης».
Σημειώνει ότι το σχέδιο της ΝΔ οδηγεί σε αλλοίωση του εκλογικού σώματος, ενώ και το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποκλείει το δικαίωμα ψήφου με βάση το απεριόριστο "δίκαιο του αίματος", ανοίγοντας «μια επικίνδυνη "κερκόπορτα"». Και χαρακτηρίζει «προσχηματικό» το ζήτημα της ισοτιμίας της ψήφου που επικαλείται η κυβέρνηση καθώς, όπως εξηγεί, «ούτε σήμερα υπάρχει τυπική ισοτιμία της ψήφου αφού υπάρχουν τα διάφορα πλαφόν και μπόνους στον εκλογικό νόμο».
«Εν κατακλείδι η πρόταση του ΚΚΕ είναι μια ολοκληρωμένη, συνεκτική και λογική πρόταση, η οποία αφενός διευκολύνει τους Έλληνες που εργάζονται ή σπουδάζουν στο εξωτερικό να ασκούν το εκλογικό δικαίωμα από τον τόπο διαμονής τους, αφετέρου αποτρέπει την αλλοίωση του εκλογικού σώματος με ψηφοφόρους που -κατά κανόνα- δεν έχουν γνώση των πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα και κυρίως δεν υφίστανται τις συνέπειες από τις όποιες πολιτικές τους επιλογές» καταλήγει στο άρθρο του ο Γ. Γκιόκας.