13.4 C
Thessaloniki
Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024
ΑρχικήΚΟΣΜΟΣΑρχικά η Δύση έκανε πολύ λίγα για να εναντιωθεί στη Ρωσία -...

Αρχικά η Δύση έκανε πολύ λίγα για να εναντιωθεί στη Ρωσία – Τώρα κινδυνεύει να αντιδράσει υπερβολικά;

Η παλαιότερη αδράνεια της Δύσης επέβαλε βαρύ τίμημα και πλέον οι απόπειρες υπεραντιστάθμισης είναι επικίνδυνες, πιστεύει ο Hans Kundnani – διευθυντής του προγράμματος Ευρώπης στο Chatham House του Λονδίνου.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας που πέρασε, δουλεύοντας σε thinks tanks εξωτερικής πολιτικής στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Kundnani υπήρξε αρκετά επιθετικός με την Κίνα και τη Ρωσία. Την εποχή που οι περισσότεροι ειδικοί εξωτερικής πολιτικής και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού πίστευαν ότι η οικονομική αλληλεξάρτηση με την Κίνα και τη Ρωσία θα τις μετέτρεπε σε «υπεύθυνους ενδιαφερόμενους φορείς» στο διεθνές σύστημα – και ίσως ακόμη και να τις εκδημοκράτιζε – θεωρούσε ότι χρειαζόταν μια πιο σκληρή προσέγγιση. Ήταν ιδιαίτερα επικριτικός για την Γερμανία, η οποία είχε προχωρήσει ακόμη περισσότερο από την υπόλοιπη Ευρώπη (η οποία με τη σειρά της, είχε προχωρήσει περισσότερο από τις ΗΠΑ) βάζοντας την πίστη της στο Wandel durch Handel – την «αλλαγή μέσω του εμπορίου». Επέκρινε την φιλελεύθερη πορεία της Γερμανίας από άποψη ασφάλειας, ειδικά το χαμηλό επίπεδο αμυντικών δαπανών, τις ανεπαρκείς στρατιωτικές της δυνατότητες καθώς και την εξάρτησή της από τη Ρωσία για φυσικό αέριο και την Κίνα ως εξαγωγική αγορά. Εν ολίγοις, δεν ήταν ούτε ειρηνιστής ούτε κάποιος που μασούσε τα λόγια του για τα αυταρχικά κράτη.

Ωστόσο, από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ουκρανία, ξαφνικά ξεπεράστηκε από τα δεξιά. Καθώς όλοι έχουμε παρακολουθήσει τις φρικτές εικόνες από τις μάχες στην Ουκρανία, έχει αυξηθεί η οργή για τα εγκλήματα που διαπράττονται από τον ρωσικό στρατό και με τον χρόνο οι εκκλήσεις για να γίνουν περισσότερα προκειμένου να βοηθηθεί ο ουκρανικός λαός έχουν γίνει πιο δυνατές, βρέθηκε στην αντίθετη πλευρά της συζήτησης – υποστηρίζοντας την αποκλιμάκωση και την αναζήτηση τρόπων εξόδου από την κρίση, αντί για περαιτέρω δεσμεύσεις για την Ουκρανία και την αλλαγή καθεστώτος στη Ρωσία.

Ο Kundnani αναλύει τον τρόπο σκέψης του ως εξής: από τη προσάρτηση της Κριμαίας και την επέκταση στο Ντονμπάς το 2014 και μετά, η προσπάθεια ήταν να αποτραπεί ο Vladimir Putin από το να προχωρήσει περαιτέρω στην Ουκρανία ή κάπου αλλού στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Υπήρχε μια οικονομική συνιστώσα της στρατηγικής: οι κυρώσεις και η στρατιωτική ενίσχυση των δυνάμεων του ΝΑΤΟ στην Πολωνία και τα κράτη της Βαλτικής καθώς και η εκπαίδευση του ουκρανικού στρατού, στην οποία το Ηνωμένο Βασίλειο  διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο.

Ωστόσο, οι προσπάθειες έγιναν με μισή καρδιά. Από στρατιωτικής πλευράς, οι ΗΠΑ δικαίως κατέστησαν σαφές ότι δεν θα υπερασπίζονταν την Ουκρανία σαν να ήταν σύμμαχος του ΝΑΤΟ και υπάρχουν (τελικά) πολλοί καλοί λόγοι για τους οποίους δεν είναι. Εν τω μεταξύ, από οικονομικής πλευράς, η Ευρώπη συνέχισε να εξαρτάται από το ρωσικό αέριο, το οποίο εσκεμμένα αποκλείστηκε από τις κυρώσεις. Στην πραγματικότητα, η Γερμανία υπερθεμάτισε με την κατασκευή του αγωγού Nord Stream 2, ο οποίος συμφωνήθηκε ένα χρόνο αργότερα.

Μόλις πριν από τρείς εβδομάδες, ο Putin κατάλαβε την μπλόφα. Εξέτασε τι απειλούσε να κάνει η Δύση σε περίπτωση που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία και προφανώς αποφάσισε ότι ήταν ένα ρίσκο που ήταν διατεθειμένος να πάρει (φυσικά, είναι πιθανό να είχε εισβάλει ακόμα κι αν οι Δυτικοί είχαν προχωρήσει σε περισσότερα αποτρεπτικά μέτρα). Εάν η Ρωσία εκπλήσσεται με το πόσο σκληρή και ενωμένη είναι η απάντηση της Δύσης στην εισβολή, αυτό δεν είναι επιτυχία αλλά αποτυχία. Σημαίνει ότι η αποτροπή δεν λειτούργησε, επειδή η Δύση δεν κατάφερε να πείσει τη Ρωσία ότι θα ήταν τόσο σκληρή και ενωμένη – και αυτό θα πρέπει να είναι η αφετηρία για να προβληματίσει σχετικά με το τι θα πρέπει να γίνει στη συνέχεια. 

Η κατάσταση είναι πρωτόγνωρη και εξαιρετικά δύσκολη. Σύμφωνα με τον Kundnani απαιτεί επαναθεώρηση. Κατ’ αυτόν, ο στόχος πρέπει να είναι να γίνει ότι είναι εφικτό για να αποφευχθεί μια περαιτέρω κλιμάκωση από πλευράς Δύσης (ενώ θα λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η πιθανότητα να κλιμακώσει ο ίδιος ο Putin, για παράδειγμα, με τη χρήση χημικών όπλων) και να τερματιστεί ο πόλεμος. Αντίθετα, ειδικοί στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ προτρέπουν κάθε είδους οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά βήματα των οποίων οι συνέπειες δεν έχουν προβλεφθεί επαρκώς και που έχουν τη δυνατότητα να σύρουν το ΝΑΤΟ σε πόλεμο με τη Ρωσία.

«Το πώς η Δύση πέρασε σε χρόνο μηδέν από στοχευμένες κυρώσεις σε οικονομικό πόλεμο κατά του μετασοβιετικού οικονομικού χώρου – χωρίς ενοποιημένους στόχους ούτε σαφείς προϋποθέσεις για την άρση των περιορισμών -ενώ ένας ορμητικός πυρηνικά οπλισμένος τύραννος διεξάγει έναν επιθετικό πόλεμο, είναι αρκετά τρομακτικό», έγραψε στο Twitter ο Nicholas Mulder, ιστορικός στο Πανεπιστήμιο Cornell και συγγραφέας του The Economic Weapon, μια ιστορία κυρώσεων. Έκτοτε, υπήρξαν επιπρόσθετες εκκλήσεις για την αύξηση της στρατιωτικής υποστήριξης στην Ουκρανία. Την περασμένη Κυριακή, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Anthony Blinken, δήλωσε ότι η Πολωνία έχει το «πράσινο φως» προκειμένου να προμηθεύσει τα μαχητικά της MiG-29 στην Ουκρανία. Την Τρίτη, η Πολωνία είπε ότι θα τα στείλει στην αεροπορική βάση Ramstein στη Γερμανία για συντήρηση, αναβάθμιση και προώθηση, κάτι που στη συνέχεια οι ΗΠΑ απέρριψαν. Το πιο ανησυχητικό ήταν πως όλοι, συμπεριλαμβανομένου του Υπουργού Άμυνας του Ηνωμένου Βασιλείου, Ben Wallace, φαινόταν να υπονοούν ότι η προμήθεια μαχητικών στην Ουκρανία εξαρτάται από την βούληση μεμονωμένων χωρών και δεν ήταν μια απόφαση που θα ληφθεί συλλογικά από το ΝΑΤΟ.

Παρακολουθώντας αυτόν τον ξέφρενο αγώνα για να γίνει κάτι, είναι δύσκολο να αποφύγει κανείς την αίσθηση ότι αυτό που συμβαίνει είναι μια υπεραντιστάθμιση, λέει ο Kundnani. Όλοι αισθάνονται ένοχοι για τα λάθη τους που ξαφνικά γίνονται εμφανή – η επίμονη εξάρτηση της Γερμανίας από το ρωσικό αέριο, η σταθερή και συνειδητή αποτυχία του Ηνωμένου Βασιλείου να αντιμετωπίσει το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος από τη Ρωσία. Τώρα γίνονται ραγδαία και δραματικά βήματα στα οποία υπήρξε αντίσταση για χρόνια, αλλά χωρίς την ξεκάθαρη αίσθηση του τι προσπαθεί να πετύχει η Δύση σε μια κατάσταση εντελώς διαφορετική και πολύ πιο επικίνδυνη από αυτή πριν ξεκινήσει ο πόλεμος.

Σε αυτή τη δύσκολη στιγμή, ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι η απερισκεψία. Μια πηγή αυτού είναι ένα είδος αναζωπυρούμενου νεοσυντηρητισμού στη Βρετανία και τις ΗΠΑ. Ακόμη και πριν ξεκινήσει ο πόλεμος, και οι δύο τοποθετούσαν όλο και περισσότερο τη διεθνή πολιτική στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας πάλης μεταξύ δημοκρατίας και αυταρχισμού. Καθώς οι Ουκρανοί αντιστέκονται με εξαιρετική γενναιότητα και επιδεξιότητα, η περιορισμένη ικανότητα του ρωσικού στρατού αποκαλύπτεται. Ενώ καταφεύγει σε ακόμη πιο βάναυσες μεθόδους, πολλοί ειδικοί διαισθάνονται τώρα την πιθανότητα να απομακρυνθεί οριστικά ο Putin από την εξουσία. Για ορισμένους στην κυβέρνηση Biden, αυτό θα είναι εκδίκηση για τη ρωσική παρέμβαση στις προεδρικές εκλογές του 2016.

Το πιο εκπληκτικό, ωστόσο, είναι ότι υπάρχει επίσης ο κίνδυνος απερισκεψίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μετά από μια δεκαετία κρίσεων, πολλές από τις οποίες παραμένουν ανεπίλυτες, η ΕΕ φιλοδοξεί να είναι «γεωπολιτική» – οι αξιωματούχοι της μιλούν ασταμάτητα για την ανάγκη της ΕΕ να «μάθει τη γλώσσα της εξουσίας». Η κρίση στην Ουκρανία αποκάλυψε για άλλη μια φορά τις αδυναμίες της ΕΕ, αλλά από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος έγινε υπερκινητική, επιβάλλοντας κυρώσεις στη ρωσική κεντρική τράπεζα πριν από τις ΗΠΑ και μάλιστα – για πρώτη φορά –  παρέχοντας όπλα στην Ουκρανία. Ήταν επίσης ο Josep Borrell, ο ύπατος εκπρόσωπος της ΕΕ για τις εξωτερικές υποθέσεις, που ανακοίνωσε πρώτος το σχέδιο αποστολής μαχητικών αεροσκαφών στην Ουκρανία πριν από τρείς εβδομάδες – ένα παράδειγμα του πόσο επικίνδυνη είναι η απελπισία της Επιτροπής να είναι «γεωπολιτική».

Εκτός από τις κυρώσεις και την προμήθεια όπλων, πολλοί ειδικοί προτρέπουν επίσης την ΕΕ να επισπεύσει την ενταξιακή διαδικασία για την Ουκρανία. Ωστόσο, το Κρεμλίνο βλέπει τόσο το ΝΑΤΟ όσο και την ΕΕ ως μέρος του ίδιου σχεδίου – υπό την ηγεσία των ΗΠΑ – και έχει καταστήσει σαφές ότι ο Putin θα κάνει τα πάντα για να εμποδίσει την περαιτέρω ενσωμάτωση της Ουκρανίας σε ένα από τα δύο. Άλλωστε, ο καταλύτης για τη ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 ήταν μια προτεινόμενη συμφωνία έναρξης διαδικασίας σύνδεσης μεταξύ της ΕΕ και της Ουκρανίας. Περαιτέρω βήματα για την ενσωμάτωση της Ουκρανίας διακινδυνεύουν μια επιπρόσθετη ρωσική απάντηση, μια πιθανότητα που η Δύση δεν φαίνεται να θέλει ούτε να συζητήσει, καθώς πιστεύει ότι η Ουκρανία θα πρέπει να μπορεί να επιλέξει τη μοίρα της.

Εκτός από τον κίνδυνο κλιμάκωσης, υπάρχει κάτι άλλο ανησυχητικό σχετικά με τον εναγκαλισμό της Ουκρανίας από την ΕΕ. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ursula von der Leyen – που ενσαρκώνει την ιδέα μιας «γεωπολιτικής» ΕΕ – δήλωσε πρόσφατα ότι η Ουκρανία ήταν «ένας από εμάς». Αυτή η δήλωση ήταν ενδεικτική μιας ευρύτερης τάσης στη Δύση να τοποθετήσει αυτή τη σύγκρουση σε πλαίσιο πολιτισμικών όρων. Αμέτρητοι ρεπόρτερ και σχολιαστές έχουν εκφράσει την έκπληξή τους για το γεγονός ότι μια τέτοια βάναυση σύγκρουση θα μπορούσε να είχε συμβεί στην «πολιτισμένη» Ευρώπη – σε αντίθεση με τον απολίτιστο κόσμο πέρα από αυτήν. 

Ειδικότερα, πολλοί άνθρωποι φαίνεται να αισθάνονται συμπάθεια για τους Ουκρανούς επειδή «μοιάζουν με εμάς». Λίγες μέρες μετά την έναρξη του πολέμου, ένας ανώτερος Πολωνός αξιωματούχος δήλωσε μάλιστα στο BBC ότι αυτό που έκανε την κατάσταση τόσο συναισθηματική γι’ αυτόν ήταν ότι ήταν «Ευρωπαίοι άνθρωποι με μπλε μάτια και ξανθά μαλλιά» που σκοτώνονται. Η γενναιόδωρη προσέγγιση της ΕΕ για τους πρόσφυγες από την Ουκρανία, με επικεφαλής την Πολωνία, η οποία στην προσφυγική κρίση το 2015 ήταν μία από τις ευρωπαϊκές χώρες που αντιστάθηκαν έντονα στην αποδοχή αιτούντων άσυλο από τη Συρία και το Αφγανιστάν, φαίνεται επίσης να έχει επηρεαστεί από ένα αίσθημα εθνικής αλληλεγγύης.

Ο πολιτισμικός τρόπος με τον οποίο έχει πλαισιωθεί αυτή η σύγκρουση μπορεί να βοηθήσει στο να εξηγηθεί γιατί τόσοι – που ζουν μακριά από τη Δύση δεν θεωρούν αυτόν τον πόλεμο ως αγώνα τους – για παράδειγμα, η Ινδία, η οποία απείχε από την ψηφοφορία για την καταδίκη της ρωσικής εισβολής στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ πριν από τρείς  εβδομάδες. Στην Ινδία και σε άλλα μέρη πέρα από τη δύση, πολλοί άνθρωποι βλέπουν τον πόλεμο στην Ουκρανία με τον ίδιο τρόπο που αντέδρασε ο W.E.B. Du Bois στο ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο πόλεμος είναι φρικτός, έγραψε, αλλά μήπως έγινε φρικτός τώρα που άρχισαν να σκοτώνονται λευκοί;

Πηγή: The Guardian

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

- Advertisment -
- Advertisment -spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ